Τον τελευταίο καιρό, η αγορά πληροφορικής στην Ελλάδα, σημειώνει ανάπτυξη με ταχύ ρυθμό, σίγουρα αισθητά πιο εντατικά, συγκριτικά με τις προηγούμενες περιόδους. Μεγάλες διεθνείς εταιρείες στήνουν data centers στη χώρα μας, αλλά και ελληνικές εταιρείες πληροφορικής δημιουργούν τα δικά τους data centers σε κομβικές περιοχές. Είναι σημαντικές οι επενδύσεις σε αυτά τα data centers, που δημιουργούν επίσης νέες θέσεις εργασίας, ενώ φυσικά υπάρχουν και τα αυτονόητα τεχνικά οφέλη που αποφέρει η δικτύωση σε εγχώριο επίπεδο. Μία από τις ελληνικές επιχειρήσεις που συμβάλλουν ενεργά και δυναμικά στον τομέα των data centers, είναι η Lancom. Ο διευθύνων σύμβουλος, κ. Γιώργος Νώλης, μας μίλησε σχετικά με τις υπηρεσίες που δύναται να προσφέρει η εταιρεία, όπως επίσης για την κατάσταση και τις τάσεις στην αγορά.
I.C.: Η Microsoft ανακοίνωσε πριν από λίγους μήνες την επένδυση της στην Ελλάδα, η Lamda Hellix εξαγοράστηκε από Αμερικάνους επενδυτές, και η Amazon έρχεται με γραφεία στη χώρα μας. Γιατί συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα;
Γ.Ν.: Θα έλεγα ότι όλα τα προαναφερόμενα γεγονότα, είναι αποτέλεσμα μεθοδικής δουλειάς, από διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, με «εναρκτήριο λάκτισμα» την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με τη Microsoft στο Νταβός, οπότε λειτούργησαν το ένα μετά το άλλο ως «domino effect», συμπαρασύροντας και άλλες εταιρείες.
Ως Lancom για παράδειγμα, είχαμε αποφασίσει να ανακοινώσουμε το Balkan Gate I τον Φεβρουάριο του 2020, αλλά το «παγώσαμε» τελείως εν όψει της πανδημίας. Οι ευχάριστες εξελίξεις στον χώρο των Data Centers στην Ελλάδα, μας έδωσαν το έναυσμα να προχωρήσουμε στην επένδυση και να συμμετάσχουμε στον «χορό» των εξελίξεων το Νοέμβριο. Κάτι αντίστοιχο εκτιμώ ότι έγινε, για παράδειγμα, με την Amazon λόγω της Microsoft. Όχι ότι δεν θα ερχόταν στην Ελλάδα, αφού είχε ήδη μια αξιόλογη αλλά «διακριτική» παρουσία, απλά επιταχύνθηκαν οι αποφάσεις. Είμαι βέβαιος ότι θα συνεχιστούν οι ευχάριστες για τη χώρα μας εξελίξεις, μιας και βρίσκομαι σε επαφή με πληθώρα στελεχών τηλεπικοινωνιακών εταιρειών του εξωτερικού, που είναι πλέον θετικοί στην επένδυση και τοποθέτησή τους στην Ελληνική αγορά, κάτι που φάνταζε μακρινό όνειρο πριν από ένα ή περισσότερα χρόνια.
I.C.: Πρόσφατα, ανακοινώσατε την κατασκευή του Balkan Gate I, το 3ο Data Center της Lancom. Οδηγηθήκατε σε αυτό λόγω της έλευσης των μεγάλων «παικτών» που προαναφέρθηκαν στην Ελλάδα;
Γ.Ν.: Το Balkan Gate I αποτελεί τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων για την ανάπτυξη της Lancom. Στα 12 σχεδόν χρόνια παρουσίας μας, έχουμε απορρίψει δυστυχώς μεγάλες συνεργασίες, λόγω της έλλειψης στη φαρέτρα μας ενός TIER III Data Center, με φυσικό μέγεθος αλλά και διεθνείς διασυνδέσεις Internet, που θα μπορούσε να καλύψει οποιαδήποτε ανάγκη για φιλοξενία εξοπλισμού. Η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη, έχουν δυσανάλογα χαμηλή παρουσία από διεθνή κυκλώματα σε σχέση με την -κατά γενική ομολογία- μοναδική γεωστρατηγική θέση τους. Αποτελούσε λοιπόν για εμάς ένα όραμα εδώ και πολλά χρόνια, να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε πρώτα ένα τηλεπικοινωνιακό hub που να ενώνει αρχικά τα Βαλκάνια, -κάτι που μόνο στη Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να γίνει- και στη συνέχεια, να καταστήσουμε σταδιακά την Ελλάδα μία τηλεπικοινωνιακή πύλη μεταξύ της Ευρώπης με τις γύρω χώρες, αλλά -γιατί όχι- και με τις συνορεύουσες ηπείρους. Το όραμά μας, ταυτίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό με την GRID Telecom, με την οποία προχωρήσαμε σε μια ευρεία στρατηγική συνεργασία.
I.C.: Ποιοι είναι οι στόχοι σας για το συγκεκριμένο εγχείρημα; Πώς εν μέσω πανδημίας αποφασίσατε την επένδυση σε ένα τέτοιο έργο;
Γ.Ν.: Ο πρώτος στόχος μας, είναι να καταστήσουμε το Balkan Gate I προορισμό για υψηλού επιπέδου υπηρεσίες Data Center, σε άμεσο συνδυασμό με υψηλού εύρους διασύνδεση προς το εξωτερικό / ενδοχώρα (Carriers / ISPs) ή την ανταλλαγή κίνησης (IXPs). Ήταν κάτι που έλειπε από τη Βόρεια Ελλάδα και ανάγκαζε πολλές τοπικές εταιρείες να απευθυνθούν κυρίως στο εξωτερικό ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στην Αθήνα. Στη συνέχεια, έχουμε δρομολογήσει την έναρξη παροχής εξειδικευμένων προϊόντων σε large scale physical & cloud hosting infrastructure, έτσι ώστε να πάψει σταδιακά να υφίσταται η οξύμωρη κατάσταση, όπου η συντριπτική πλειοψηφία του content των Ελληνικών επιχειρήσεων φιλοξενείται στο εξωτερικό. Γίνεται εδώ και πολλά χρόνια μία αθρόα εκροή χρημάτων προς Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως για υπηρεσίες που χρειάζονται large scale deployment. Έχουμε την πεποίθηση ότι το Balkan Gate I θα μπορέσει σταδιακά να ανταγωνιστεί επάξια τις υπηρεσίες αυτές. Έχoυν μελετηθεί ήδη τα στάδια, όπου από τα 2.500 τ.μ. θα φτάσουμε στα 10.000 τ.μ. και προχωράμε στην περαιτέρω στελέχωση της εταιρείας για να είμαστε έτοιμοι μέχρι την έναρξη λειτουργίας του πρωτοποριακού αυτού εγχειρήματος. Όλο το πλάνο έχει εκπονηθεί πολύ πριν εμφανιστεί η πανδημία και εκτελείται μεθοδικά και με επιμονή, παρά τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις που προκύπτουν.
I.C.: Ανακοινώθηκαν μέσα σε ένα έτος τα νέα Data Centers της Microsoft στην Αθήνα, τα νέα Data Centers της Lamda Hellix – Digital Realty στην ευρύτερη περιοχή, και ολοκληρώνεται το νέο Data Center της ΤΙ Sparkle στη Μεταμόρφωση. Πιστεύετε ότι υπάρχει χώρος για το 3ο Data Center της Lancom στη Θεσσαλονίκη;
Γ.Ν.: Αρχικά θα ήθελα να τονίσω ότι το νέο Data Center της Lancom στο Καλοχώρι της Θεσσαλονίκης, αποτελεί το μεγαλύτερο και μοναδικό Carrier Neutral TIER III Data Center στη Βόρεια Ελλάδα μέχρι στιγμής, οπότε διαφοροποιείται σαφώς από τις προαναφερόμενες επενδύσεις. Επιπρόσθετα, ο ρόλος των Regional Data Centers είναι εξαιρετικά σημαντικός σε μία χώρα, κάτι που αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί τώρα να μην είναι ιδιαίτερα αντιληπτό στην Ελλάδα, μιας και δεν υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα εδώ. Όμως, πάρτε ως παράδειγμα την Ολλανδία, η οποία έχει ένα τεράστιο οικοσύστημα από Regional Data Centers, σε απόσταση μέχρι 30 χιλιομέτρων μεταξύ τους, τα οποία παρέχουν μια εξαιρετική διασύνδεση σε services που αναπτύσσονται στην ευρύτερη χώρα. Ζούμε στην εποχή των τεχνολογιών 5G, Internet of Things, Edge Computing, Cloud Gaming, κοκ. Όλες αυτές οι τεχνολογίες απαιτούν εγγύτητα προς τον τελικό χρήστη για λόγους latency. Ταυτόχρονα όμως οι εταιρείες αλλά και οι startups, που αναπτύσσουν υπηρεσίες γύρω από τις τεχνολογίες αυτές, χρειάζονται πρόσβαση σε υπηρεσίες colocation αλλά και υψηλή ταχύτητα πρόσβασης στα δίκτυα τηλεπικοινωνιών, καθώς και υψηλή αξιοπιστία. Τέλος, όλες οι SMEs και οι IT service providers χρησιμοποιούν Data Centers καθώς όλοι οι οργανισμοί, ιδιωτικοί και Δημόσιοι, έχουν ανάγκες να αποθηκεύουν και να επεξεργάζονται τα δεδομένα τους, καθώς και να παρέχουν online υπηρεσίες. Τα Regional Data Centers αποτελούν μία άκρως επαγγελματική και ασφαλή multi-tenant λύση, που καλύπτει όλες τις παραπάνω τεχνικές και πρακτικές ανάγκες, με εγγύτητα που εξαφανίζει και τον «ψυχολογικό» παράγοντα της απόστασης από τα μηχανήματα ή τα δεδομένα. Προσωπικά εκτιμώ ότι θα έπρεπε να γίνουν και άλλα πολλά Regional Data Centers στη χώρα μας, με υψηλές πάντα προδιαγραφές, ενισχύοντας το οικοσύστημα και δημιουργώντας χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, όπως στην Ολλανδία.
I.C.: Υιοθετούν οι ελληνικές επιχειρήσεις Cloud υπηρεσίες; Έχετε παρατηρήσει κάτι που να τις αποτρέπει από τη μετάβαση στο Cloud;
Γ.Ν.: Οι ελληνικές επιχειρήσεις υιοθετούν σταδιακά όλο και περισσότερο τις Cloud υπηρεσίες και νομίζω ότι αντιλαμβάνονται όλοι πως, εν τέλει, είναι αναπόφευκτη η μετάβαση εκεί. Δυστυχώς όμως, η ποιότητα των τηλεπικοινωνιών στη χώρα μας, οι οποίες βασίζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία ακόμη και σήμερα στο απαρχαιωμένο δίκτυο χαλκού, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος αυτών, ειδικά όταν μιλάμε για συμμετρικά οπτικά κυκλώματα μεγάλου εύρους, αποτελούν τροχοπέδη για την περαιτέρω διείσδυση του Cloud. Για τον λόγο αυτό, η Lancom συνεχίζει να επενδύει στο ιδιόκτητο Enterprise Class δίκτυο οπτικών ινών της, με το οποίο πρωτοπόρησε, δίνοντας από το 2019 σε business πελάτες, ταχύτητες εύρους 10 Gbps με οπτικό δακτύλιο (Dual Access – Dual Homed). Φτάσαμε σήμερα να μιλάμε με τους πρώτους μεγάλους πελάτες που διαπραγματεύονται οπτικούς δακτυλίους των 40 Gbps, μέχρι ακόμη και dark fiber ή «λ» με χρήση WDM τεχνολογιών.
Φυσικά, στη φαρέτρα μας, υπάρχουν πάντα και οι λύσεις με συνδυασμό κυκλωμάτων διαφορετικών ISPs, από την προσιτή και κομψή υλοποίηση SD-WAN, μέχρι και high end λύσεις με BGP, για τις οποίες η Lancom είναι γνωστή στην ελληνική αγορά.
I.C.: Data center, cloud, telco. Που τοποθετείτε την Lancom στα τρία αυτά business segments;
Γ.Ν.: Η Lancom έχει εξελιχθεί σε έναν πολυσχιδή οργανισμό, που έχει δυναμική παρουσία και συνεχή ανάπτυξη και στους τρεις αυτούς τομείς. Νομίζω ότι ήταν αναπόφευκτη η ροή των γεγονότων που μας οδήγησε σε αυτή τη θέση, διότι από το 2009 θέσαμε πολύ ψηλά τον «πήχη» για τις τότε πρωτοεμφανιζόμενες στη χώρα μας υπηρεσίες cloud, σε σχέση με τα «παραδοσιακά φυσικά μηχανήματα – σιδερικά». Η τεχνογνωσία μας, στις υπηρεσίες cloud καθώς και τις λύσεις Disaster Recovery, είναι ευρέως γνωστή στην ελληνική αγορά, και σχεδόν όλα τα μεγάλα, και ειδικά τα δύσκολα έργα, έχουν άμεσα ή έμμεσα την εμπλοκή της εταιρείας μας. Πρακτικά, μέχρι και σήμερα, δεν έχει υπάρξει έργο σε cloud services ή DR, που να μην καταφέραμε να εξυπηρετήσουμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Όσον αφορά τις τηλεπικοινωνίες, τολμώ να δηλώσω ότι αν βασιζόμασταν στη διαχρονικά υψηλή τιμολογιακή πολιτική, σε σχέση με την ποιότητα παροχής επίγειων υπηρεσιών Internet και VPN κυκλωμάτων των παραδοσιακών τηλεπικοινωνιακών παρόχων, θα είχαμε πάψει να υπάρχουμε ως εταιρεία, διότι το cloud χωρίς telco services, απλά δεν υφίσταται. Άρα, νομοτελειακά, μας οδήγησαν οι καταστάσεις να μπούμε στον χώρο αυτό, και όσο περνάει ο χρόνος επιταχύνουμε τη διείσδυσή μας, μιας και πλέον αποτελεί βασικό πυλώνα της ανάπτυξής μας. Η business αγορά «διψάει» για αξιόπιστες και ευέλικτες υπηρεσίες διασύνδεσης, με μεγάλο εύρος ταχύτητας και υψηλή διαθεσιμότητα, συνοδευόμενες από άμεση και εξειδικευμένη τεχνική υποστήριξη. Αυτό είναι κάτι που λείπει από τους παραδοσιακούς παρόχους, που έχουν καταφανώς επικεντρωθεί κυρίως στις Home & SOHO υπηρεσίες, με την όποια συνοδεία τηλεοπτικών προγραμμάτων.
Τώρα, όσον αφορά τα Data Centers, αν και υπήρχαν ανέκαθεν αξιόλογες προτάσεις στη χώρα μας, και φυσικά εξελίσσονται σε ακόμη πιο αξιόλογες (Lamda Hellix Athens II, TI Sparke Metamorfosi II), εκτιμώ -εκ του αποτελέσματος πλέον- ότι επιλέγοντας τον «κακοτράχαλο, ακριβό ως και βασανιστικό» δρόμο, να κατασκευάσουμε και να συντηρήσουμε ιδιόκτητα Data Centers, αναγκαστικά αποκτήσαμε μία τεχνογνωσία και μια φήμη, που μας οδήγησε στη «λύτρωση» του Balkan Gate I.
Συμπερασματικά, η Lancom έχει πετύχει ήδη έναν μοναδικό συνδυασμό παροχής των παραπάνω υπηρεσιών, αποτελώντας ένα One Stop Shop για όλες τις μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα μας, και όχι μόνο. Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι σύμφωνα με τους τομείς όπου δραστηριοποιούμαστε και τον υφιστάμενο ανταγωνισμό, είμαστε μία συγκριτικά «φρέσκια» εταιρεία, που αποτελείται από νέους ανθρώπους (Μ.Ο. ηλικίας 31), που διοικείται από μία νέα γενιά επιχειρηματιών, με πρότυπα και ιδεώδη λειτουργίας πρωτοπόρων κι επιτυχημένων οργανισμών του εξωτερικού. Κλείνοντας, οφείλω να τονίσω ότι είμαστε πλέον ο μόνος 100% Ελληνικός Τηλεπικοινωνιακός Πάροχος Internet στη χώρα μας, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη αγάπη και τη στήριξη που λαμβάνουμε καθημερινά από τον Ελληνικό Επιχειρηματικό κόσμο, του οποίου αναπόσπαστο κομμάτι αποτελούμε κι εμείς. Δηλώνω ότι έχουμε ακόμη πολλά να κάνουμε στη χώρα μας για να βελτιώσουμε την επικοινωνία και την καθημερινότητα όλων των ανθρώπων που ασχολούνται με τις επιχειρήσεις. Προσωπικά λοιπόν, αισθάνομαι ότι είμαστε ακόμη στην αρχή ενός υπέροχου ταξιδιού! Stay tuned, έπεται συνέχεια…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Γιώργος Νώλης είναι ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας και startup μέντορας, που από το 1996, ενώ ήταν ακόμη φοιτητής πανεπιστημίου, ίδρυσε την Battlenet Gaming Stations, την μεγαλύτερη σήμερα esports αλυσίδα στην Ελλάδα. Το 2009, προχώρησε στην ίδρυση της Lancom, τον μεγαλύτερο ανεξάρτητο πάροχο Cloud υπηρεσιών με δύο ιδιόκτητα Data center σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, ενώ πρόσφατα ανακοινώθηκε και η κατασκευή του τρίτου Data center, το Balkan Gate I. Παράλληλα, από το 2016 είναι συνιδρυτής της Cloudpharm, μίας βιο-φαρμακευτικής R&D startup. Ο Γιώργος Νώλης κατέχει Msc Civil Engineering από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.