Προειδοποιητικές επιστολές σε 24 χώρες για τη μη ενσωμάτωση κοινοτικής οδηγίας στο δίκαιό τους έστειλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την Ελλάδα να είναι ανάμεσα στις τρεις που το έχουν πράξει εγκαίρως.
Ο λόγος είναι για τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών που ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με νομοσχέδιο που εισηγήθηκε στη Βουλή ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Πιερρακάκης, πέρσι στο τέλος του έτους και ψηφίστηκε πριν την καθορισμένη από την ΕΕ προθεσμία.
Όπως ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασίες κατά 24 κρατών μελών για την παράλειψη μεταφοράς των νέων κανόνων της ΕΕ για τις Τηλεπικοινωνίες.
Η προθεσμία για τη μεταφορά του κώδικα στην εθνική νομοθεσία ήταν η 21η Δεκεμβρίου 2020. Μέχρι στιγμής, μόνο η Ελλάδα, η Ουγγαρία και η Φινλανδία έχουν γνωστοποιήσει στην Επιτροπή ότι έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας, δηλώνοντας έτσι την πλήρη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο.
Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητικές επιστολές στο Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Δανία, τη Γερμανία, την Εσθονία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, τη Λετονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία, καλώντας τες να θεσπίσουν και να κοινοποιήσουν τα σχετικά μέτρα. Τα εν λόγω κράτη μέλη έχουν προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσουν.
Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών εκσυγχρονίζει το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, με σκοπό την ενίσχυση των επιλογών και των δικαιωμάτων των καταναλωτών, για παράδειγμα με την εξασφάλιση σαφέστερων συμβάσεων, ποιοτικών υπηρεσιών και ανταγωνιστικών αγορών. Ο κώδικας διασφαλίζει επίσης υψηλότερα πρότυπα για τις υπηρεσίες επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων πιο αποδοτικών και προσβάσιμων επικοινωνιών έκτακτης ανάγκης. Επιπλέον, παρέχει στους φορείς εκμετάλλευσης τη δυνατότητα να επωφελούνται από κανόνες που παρέχουν κίνητρα για επενδύσεις σε δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας, καθώς και από ενισχυμένη κανονιστική προβλεψιμότητα, με αποτέλεσμα πιο καινοτόμες ψηφιακές υπηρεσίες και υποδομές.