Μία δημοπρασία για όλες τις φασματικές περιοχές του 5G (700 MHz, 2 GHz, 3400 – 3800 MHz και 26 GHz) προτείνει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) στη δημόσια διαβούλευση που ξεκίνησε χθες σηματοδοτώντας την έναρξη των διαδικασιών για την υλοποίηση της νέας γενιάς κινητής τηλεφωνίας στη χώρα μας.
Η δημόσια διαβούλευση ολοκληρώνεται 10 Μαρτίου 2020, χωρίς να αποκλείεται, λόγω της σοβαρότητας του θέματος, να δοθεί παράταση. Βάσει του έως τώρα προγραμματισμού η διαγωνιστική διαδικασία για τις συχνότητες του 5G θα γίνει εντός του έτους, το νωρίτερο στο τέταρτο τρίμηνο. Το φάσμα ενδεχομένως να παραχωρηθεί χωρίς να είναι όλα τα τμήματά του άμεσα διαθέσιμα γιατί ορισμένα χρησιμοποιούνται σήμερα για την κάλυψη διαφορετικών αναγκών (όπως συμβαίνει με τα 700 MHz, αποκαλούμενα και ως ψηφιακό μέρισμα 2).
Από το κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης απουσιάζει το οικονομικό σκέλος, η προτεινόμενη τιμή εκκίνησης της δημοπρασίας, η οποία ακόμα αποτελεί αντικείμενο μελέτης από την ΕΕΤΤ με τη βοήθεια εξωτερικού συμβούλου (τη βρετανική εξειδικευμένη στα θέματα φάσματος εταιρεία, Coleago). Ταυτόχρονα όμως θεωρείται και ζήτημα εθνικής στρατηγικής. Με άλλα λόγια αν οι τρεις πάροχοι Cosmote, Vodafone και Wind (θωρείται μάλλον δύσκολο να έρθει τέταρτος παίχτης και να διεκδικήσει συχνότητες) κληθούν να καταβάλουν ένα υπερβολικό ποσό για να πάρουν τις συχνότητες θα καθυστερήσουν στη δημιουργία του δικτύου και στην παροχή των νέων υπηρεσιών, με αποτέλεσμα η χώρα να μείνει για άλλη μια φορά πίσω στις τεχνολογικές εξελίξεις.
Μέχρι στιγμής τα όσα έχουν δηλωθεί σχετικά από τον αρμόδιο υπουργό, Κυριάκο Πιερρακάκη (Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης) κινούνται στην κατεύθυνση του ορισμού ενός λελογισμένου αρχικού τιμήματος. Στην ίδια λογική είναι και ο πρόεδρος της ΕΕΤΤ Κωνσταντίνος Μασσέλος, ο οποίος με αφορμή τη διαβούλευση σημείωσε χθες μιλώντας στο InfoCom ότι «η φιλοσοφία που διέπει τις αποφάσεις μας για το 5G είναι αναπτυξιακή. Μας ενδιαφέρει το νέο δίκτυο να αναπτυχθεί γρήγορα και όχι απλώς να εισπράξουμε τώρα.»
Αναφορικά με τη διαδικασία και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης η ΕΕΤΤ θεωρεί ότι η χορήγηση φάσματος μέσω παράλληλων διαδικασιών όπου οι συμμετέχοντες στην διαδικασία έχουν την δυνατότητα σε κάθε γύρο να υποβάλλουν προσφορά για όλες τις ζώνες που ενδιαφέρονται δίνει μεγαλύτερη ευελιξία στους παρόχους οι οποίοι έχουν την δυνατότητα ανάλογα με την εξέλιξη της δημοπρασίας να μεταφέρουν το ενδιαφέρον τους από μία ζώνη σε κάποια άλλη. Για αυτό το λόγο προτείνει όλες οι ζώνες φάσματος που θα είναι αντικείμενο της δημοπρασίας να χορηγηθούν μέσω μίας δημοπρασίας πολλαπλών ζωνών και πολλαπλών γύρων, όπου σε κάθε γύρο οι συμμετέχοντες μπορούν να υποβάλλουν προσφορές σε κάθε ζώνη που τους ενδιαφέρει.
Η ΕΕΤΤ θεωρεί ότι ο συνδυασμός χορήγησης των εν λόγω τμημάτων φάσματος σε μία κοινή ή παράλληλη διαδικασία συμβάλλει στη δημιουργία ρυθμιστικής σταθερότητας σχετικά με τους όρους της διαγωνιστικής διαδικασίας και κατά προέκταση στον αποτελεσματικό προγραμματισμό του μέγεθος και του χρονοδιαγράμματος των επενδύσεων των παρόχων, οι οποίοι γνωρίζουν εκ των προτέρων, το διαθέσιμο προς εκμετάλλευση φάσμα.
Αντίθετα, πολλαπλές διαδικασίες χορήγησης μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα συντονισμού, διαθεσιμότητας φάσματος και αβεβαιότητα ως προς το κόστος και όρους διάθεσης μεταξύ διαφόρων τμημάτων φάσματος.
Συνεπώς – τονίζεται από την ΕΕΤΤ – η διαφύλαξη του ανταγωνισμού και η βέλτιστη χρήση του φάσματος, υπαγορεύουν την περίληψη των ζωνών φάσματος για ανάπτυξη 5ης γενιάς σε μια κοινή διαγωνιστική διαδικασία με την μορφή:
– Διαδοχικών διαδικασιών χορήγησης, όπου η χορήγηση του φάσματος κάθε ζώνης πραγματοποιείται η μία μετά την άλλη, εντός της ίδιας ημέρας και στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας και ίδιου τεύχους προκήρυξης ή
– Παράλληλων διαδικασιών χορήγησης, όπου η χορήγηση του φάσματος για όλες τις ζώνες πραγματοποιείται ταυτόχρονα, εντός της ίδιας ημέρας και στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας και ίδιου τεύχους προκήρυξης.
Η ΕΕΤΤ παράλληλα επισημαίνει: «Σε περίπτωση που για λόγους που ξεφεύγουν από τον έλεγχο της ΕΕΤΤ, η διαδικασία δεν είναι κοινή για όλες τις ζώνες, η ΕΕΤΤ θεωρεί πως οι διαδικασίες πρέπει να είναι τουλάχιστον συνδεδεμένες, δηλαδή τα ανώτατα όρια φάσματος και οι προϋποθέσεις συμμετοχής να είναι εκ των προτέρων γνωστές για όλες τις ζώνες, ανεξαρτήτως του πότε θα διενεργηθούν αυτές.»
Στο πλαίσιο αυτό η ΕΕΤΤ προτείνει τα ανώτατα όρια φάσματος που θα ορισθούν, να ισχύσουν για όλες τις δημοπρασίες που αφορούν στο φάσμα για το 5G ανεξαρτήτως εάν αυτές γίνουν ταυτόχρονα.
Ο μέγιστος αριθμός των πανελλαδικών δικαιωμάτων που μπορούν να διατεθούν είναι:
α) Έξι συζευγμένα φασματικά τμήματα εύρους 2×5 MHz στις ζώνες συχνοτήτων 703 – 733 ΜΗz & 758 – 788 ΜΗz.
β) Τρία συζευγμένα φασματικά τμήματα εύρους 2×5 MHz στις ζώνες συχνοτήτων 1965-1980 MHz και 2155-2170 MHz, που είναι ελεύθερα, καθώς και εννέα συζευγμένα τμήματα από τις ζώνες συχνοτήτων 1920-1965 MHz και 2110-2155 MHz που είχαν χορηγηθεί από το 2001.
γ) Έως τέσσερα δικαιώματα χρήσης με εύρος από 100 ΜΗz έως 150 MHz στη ζώνη συχνοτήτων 3400 – 3800 MHz. Στη ζώνη αυτή μέρος του φάσματος έχει αποδοθεί στον ΟΤΕ για τα αποκαλούμενα αγροτικά δίκτυα με την ΕΕΤΤ να προτείνει το θέμα να επανεξεταστεί.
δ) Στη ζώνη 24,25-27,5 GHz, ο ακριβής αριθμός των δικαιωμάτων και το φασματικό τους εύρος θα διαμορφωθεί από τις απαντήσεις στη δημόσια διαβούλευση.
Η 5η γενιά των δικτύων κινητών επικοινωνιών χαρακτηρίζεται ως μια από τις πιο κρίσιμες δομικές μονάδες της ψηφιακής οικονομίας και της κοινωνίας μας την επόμενη δεκαετία.
Το 5G θα παρέχει συνδεσιμότητα σχεδόν παντού, γρήγορη μεταφορά δεδομένων και επεξεργασία πληροφοριών σε πραγματικό χρόνο, σε μεμονωμένους χρήστες και σε συνδεδεμένα αντικείμενα. Οι καινοτόμες δυνατότητες του 5G θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη νέων εφαρμογών υψηλής ταχύτητας και αξιοπιστίας. Μερικά παραδείγματα αφορούν σε βιομηχανικές εφαρμογές αυτοματισμού, εφαρμογές σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, αυτόνομη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων, εφαρμογές πολυμέσων επαυξημένης και εικονικής πραγματικότητας, κ.α. Το 5G θα είναι έως είκοσι φορές ταχύτερο από το 4G, με μικρή καθυστέρηση απόκρισης δικτύου (της τάξης του 1 ms). Θα υποστηρίζει κινητικότητα με ταχύτητα έως 500 km/h και μεγάλο αριθμό ταυτόχρονων χρήσεων υπηρεσιών και συσκευών ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έως ένα εκατομμύριο).