Την ανάγκη να ψηφιστεί τάχιστα το θεσμικό πλαίσιο για την αδειοδότηση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας υπογράμμισε χθες η Μαρία Μπούρα, Head of Strategy, Marketing και Communications, South East Europe Hub της Ericsson σε εκδήλωση – ενημέρωση της εταιρείας για το 5G.
Όπως είπε το 5G θεωρείται υποδομή εθνικής σημασίας και ως εκ τούτου αποτελεί μείζον θέμα μια χώρα μπει έγκαιρα στη νέα αυτή τεχνολογία. Απαντώντας σε ρώτημα του InfoCom για το πως εκτιμά τη μέχρι σήμερα προετοιμασία της Ελλάδας για τη νέα αυτή γενιά κινητής τηλεφωνίας σημείωσε πως «γίνονται κινήσεις, όπως είναι οι πιλοτικές δοκιμές σε τρεις πόλεις και ο σχεδιασμός για τις συχνότητες». Ωστόσο, πρόσθεσε, «λείπει το θεσμικό πλαίσιο για την αδειοδότηση των κεραιών, πολύ περισσότερο καθώς το 5Gχρειάζεται περισσότερα σημεία για την ανάπτυξή του. Επίσης, είναι αναγκαίο η Πολιτεία να μην εξαντλήσει οικονομικά τους παρόχους χρησιμοποιώντας εισπρακτική λογική κατά την απονομή των συχνοτήτων γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα καθυστερήσει η ανάπτυξη των υπηρεσιών».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ericsson που παρουσίασε η κα Μπούρα το 2024 θα υπάρχουν 5,9 δις. συνδρομητές με κινητή ευρυζωνική σύνδεση, εκ των οποίων 1,9 δις. θα χρησιμοποιούν το δίκτυο 5G, ενώ η κίνηση δεδομένων θα αυξηθεί πέντε φορές. Ακόμη, βάσει ερευνών τέσσερις στους 10 συνδρομητές με smartphone πιστεύουν ότι το 5Gθα έρθει σε ένα χρόνο.
Ενδεικτικό της ανάπτυξης του 5G είναι το γεγονός ότι 235 πάροχοι σε 93 χώρες επενδύουν αυτή τη στιγμή στη νέα γενιά κινητής τηλεφωνίας.
Στην εκδήλωση της Ericsson παραβρέθηκε ο γενικός διευθυντής της Ένωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΕΚΤ) Γιώργος Στεφανόπουλος ο οποίος υπερθεμάτισε τα όσα είπε η κα. Μπούρα υπενθυμίζοντας ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 2.000 κεραίες οι οποίες λειτουργούν με εκκρεμότητες στην αδειοδότηση τους και επανέλαβε πως 5G χωρίς θεσμικό πλαίσιο δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Ακόμη, αναφέρθηκε στην πρόσθετη δυσκολία που είναι η δημιουργία υπηρεσιών καθώς η Ελλάδα δεν έχει π.χ. βιομηχανία ώστε να επενδύσει στην ασύρματη παραγωγή και την ίδια στιγμή η διείσδυση των νέων τεχνολογιών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι χαμηλή και το ίδιο και στη δημόσια διοίκηση.