Δεν κατάφερε καν να καταγράψει το επίπεδο της προόδου των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στα σχολεία μας έρευνα σε όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Από τις 10 παραμέτρους που εξετάστηκαν μόνο για 3 τα στοιχεία ήταν επαρκή ώστε να γίνουν μετρήσεις και συγκρίσεις με τις υπόλοιπες χώρες, όταν από τα 7.850 σχολεία της Ελλάδας που κλήθηκαν να συμμετέχουν στην έρευνα απαντώντας στις ερωτήσεις υπό τη μορφή συνέντευξης: Μόνον, 19 ολοκλήρωσαν τη συνέντευξη με έναν εκπαιδευτικό, 24 με 2 εκπαιδευτικούς και 13 με τρεις, 189 ολοκλήρωσαν τη συνέντευξη με μαθητές, 146 με διευθυντές και 37 με γονείς. Γνωρίζοντας την κατάσταση στα ελληνικά σχολεία αντιλαμβανόμαστε ότι η έλλειψη απαντήσεων οφείλεται στην ανεπάρκεια ένταξης των ΤΠΕ.
Η έρευνα δημοσιοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, δηλαδή σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία για άλλη μια φορά μας απασχολεί το σύστημα πρόσβασης στα Πανεπιστήμια, χωρίς ουσιαστική συζήτηση για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και τον αναγκαίο ψηφιακό εκσυγχρονισμό της.
Οι μετρήσεις έγιναν με βάση το διεθνές πρότυπο ISCED (International Standard Classificationof Education) και περιλαμβάνουν τρία επίπεδα αξιολόγησης. Αποτελέσματα υπήρξαν για τις παρακάτω παραμέτρους:
- Μερίδιο ψηφιακά εξοπλισμένων και συνδεδεμένων σχολείων: Στην Ελλάδα αρχίζει από 2% (στο πρώτο επίπεδο αξιολόγησης) και φθάνει έως 21% (στο τρίτο επίπεδο). Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος αντίστοιχα ξεκινά από 35% και φθάνει 72%.
- Σύνδεση υψηλής ταχύτητας άνω των 100 Mbps: Χαμηλότερη σε όλα τα επίπεδα ISCED σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 4% και 11%, ενώ μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι από 11% έως 18%.
- Υποστήριξη ψηφιακών σχολείων: Η Ελλάδα έχει τα χαμηλότερα ποσοστά σε όλα τα επίπεδα ISCED σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα σχολεία με ισχυρή υποστήριξη έχουν (μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών) στρατηγική για τη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών στη διδασκαλία και τη μάθηση και προωθούν την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Δεν δόθηκαν επαρκή στοιχεία για την διεξαγωγή μετρήσεων και συνακόλουθα και συμπερασμάτων για τις εξής παραμέτρους της έρευνας: Ποσοστό των μαθητών που χρησιμοποιούν υπολογιστή στο σχολείο κάθε εβδομάδα. Εξοπλισμός που χρησιμοποιείται. Εμπιστοσύνη των μαθητών στις ψηφιακές τους ικανότητες. Ικανότητα προγραμματισμού και κωδικοποίησης των αγοριών σε σύγκριση με τα κορίτσια. Εμπιστοσύνη των εκπαιδευτικών στην ψηφιακή τους ικανότητα. Τρόπος εκπαίδευσης των καθηγητών. Εμπιστοσύνη των γονέων ως προς τη χρήση του διαδικτύου κατά τη εκπαιδευτική διαδικασία με ασφάλεια και υπευθυνότητα.
Εκτός από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ η έρευνα συμπεριέλαβε τη Νορβηγία, την Ισλανδία και την Τουρκία κάλυψε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως η πρόσβαση σε ψηφιακές τεχνολογίες, η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών από εκπαιδευτικούς και μαθητές και άλλα. Η αξιολόγηση της προόδου στις ΤΠΕ στα σχολεία, μέσω των απαντήσεων εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων από την ΕΕ στοχεύει στην ανάπτυξη ενός μοντέλου για μια «εξαιρετικά εξοπλισμένη και συνδεδεμένη αίθουσα διδασκαλίας».
Τα αποτελέσματά της δείχνουν ότι συνολικά οι χώρες της ΕΕ είναι πίσω στην ενσωμάτωση των ΤΠΕ στα σχολεία καθώς, μεταξύ άλλων, λιγότεροι από ένας στους πέντε ευρωπαίους μαθητές φοιτούν σε σχολεία που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο με ταχύτητα άνω των 100 Mbps. Το 79% των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το 76% των μαθητών της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν ασχολούνται με την κωδικοποίηση ή τον προγραμματισμό στο σχολείο. Περισσότεροι από έξι στους 10 ευρωπαίους μαθητές διδάσκονται από εκπαιδευτικούς οι οποίοι διευρύνουν τις γνώσεις τους μέσω μαθημάτων κατάρτισης ΤΠΕ στον δικό τους χρόνο (με άλλα λόγια έπειτα από δική τους πρωτοβουλία). Μόνο οι μισοί μαθητές που φοιτούν σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν γονείς που αισθάνονται ότι γνωρίζουν αρκετά για την ηλεκτρονική συμπεριφορά του παιδιού τους.
Με αφορμή την εν λόγω έρευνα ο Tibor Navracsics, αρμόδιος Επίτροπος για την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, τη νεολαία και τον αθλητισμό, μεταξύ άλλων, σχολίασε ότι «η ενσωμάτωση της τεχνολογίας στη διδασκαλία και τη μάθηση απαιτεί δράση σε πολλά μέτωπα από την υποδομή έως την κατάρτιση των εκπαιδευτικών. Η έρευνα υπογραμμίζει την έκταση της πρόκλησης. Η Επιτροπή πρότεινε όλα τα σχολεία να έχουν πρόσβαση σε συνδέσεις Gigabit μέχρι το 2025. Ωστόσο, όταν σήμερα πολύ λίγα σχολεία μπορούν να συνδεθούν με ταχύτητες 100 Mbps, για τα 1.000 Mbps πρέπει να γίνουν ακόμα πολλά για να διασφαλιστεί ότι θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος τα επόμενα πέντε χρόνια».