Παρά την αυστηροποίηση της νομοθεσίας παγκοσμίως και την επιβολή προστίμων που ξεπερνούν τα 11 δις δολάρια από το 2012, η έκταση των φαινομένων διαφθοράς και απάτης δεν έχει μειωθεί, σύμφωνα με τη 15η έκδοση της παγκόσμιας, διετούς έρευνας της ΕΥ, Global Fraud Survey, στην οποία συμμετείχαν περίπου 2.550 στελέχη επιχειρήσεων από 55 χώρες.
Το 38% των στελεχών επιχειρήσεων παγκοσμίως εξακολουθεί να θεωρεί ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα του, ποσοστό ελάχιστα μειωμένο από το 39% που κατέγραψε η αντίστοιχη έρευνα του 2016. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αναπτυσσόμενες αγορές το ποσοστό αυτό (52%) είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με τις αναπτυγμένες αγορές (20%) και τη Δυτική Ευρώπη (21%).
Βελτιωμένη η επίδοση της Ελλάδας, συνεχίζει, όμως, να προσεγγίζει τα επίπεδα των αναδυόμενων αγορών
Στην Ελλάδα, η έρευνα κατέγραψε μία σημαντική μείωση του αντίστοιχου ποσοστού στο 46% σε σχέση με 81% στην περσινή, ενδιάμεση έρευνα για την περιοχή της ΕΜΕΙΑ, 62% το 2016 και 69% στην ενδιάμεση έρευνα του 2015 για την ΕΜΕΙΑ. Ωστόσο, το ποσοστό όσων θεωρούν ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα μας παραμένει αισθητά υψηλότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές και αναπτυγμένες οικονομίες, καθώς κινείται στα επίπεδα των αναδυομένων αγορών. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι σε έξι ευρωπαϊκές χώρες οι εκτιμήσεις των στελεχών για την έκταση των φαινομένων διαφθοράς ήταν υψηλότερες από την Ελλάδα: στην Τσεχία (56%), τη Βουλγαρία (60%), τη Σλοβακία και την Ουγγαρία (66%), την Ιταλία (68%) και την Κύπρο (80%). Παρόλα αυτά, η Ελλάδα έχει υψηλότερα ή παρόμοια ποσοστά με χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία (46%), η Ινδονησία (42%), η Ινδία (40%), η Μέση Ανατολή (38%), η Ρουμανία (34%), και η Τουρκία (32%).
Ο κ. Παναγιώτης Παπάζογλου, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, παρατηρεί: «Το ζήτημα της διαφθοράς δεν αφορά μόνο τις επιχειρήσεις και τους κινδύνους που δημιουργεί για την εικόνα, αλλά και τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, σε μια περίοδο που πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο θετικό πρότυπο επιχειρηματικότητας, η αντιμετώπιση του προβλήματος αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα. Η βελτίωση της εικόνας στην Ελλάδα δεν πρέπει να δημιουργήσει εφησυχασμό. Χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμη, τόσο σε επίπεδο νομοθεσίας, όσο και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να γίνει συνείδηση ότι η τήρηση κανόνων ακεραιότητας αποτελεί ευθύνη όλων μας».
Η έρευνα της ΕΥ εξέτασε, επίσης, τις μορφές δωροδοκίας ή διαφθοράς που είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν τα στελέχη των επιχειρήσεων. Ως πιο διαδεδομένη πρακτική αναδεικνύεται η πληρωμή μετρητών, με το 13% του δείγματος παγκοσμίως να δηλώνει θα δικαιολογούσε την πρακτική αυτή αν θα βοηθούσε την επιχείρησή του να επιβιώσει σε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι αισθητά υψηλότερο στο 20%, έναντι 5% στη Δυτική Ευρώπη και 6% στις αναπτυγμένες αγορές. Οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες όπου καταγράφεται υψηλότερο ποσοστό σε αυτήν την ερώτηση είναι η Σλοβακία και η Κύπρος (από 44%).
Αντίθετα, τα στελέχη των επιχειρήσεων στην Ελλάδα εμφανίζονται λιγότερο δεκτικά απέναντι σε άλλες μορφές διαφθοράς: 6% θα δικαιολογούσε προσωπικά δώρα ή την παραποίηση οικονομικών στοιχείων, έναντι 11% και 5% αντίστοιχα στο σύνολο του δείγματος, ενώ μόλις 4% θα αποδεχόταν δωροδοκία υπό μορφή διασκέδασης ή φιλοξενίας, έναντι 21% στο συνολικό δείγμα.
Η οικονομική αβεβαιότητα απειλή για τις επιχειρήσεις
Οι ερευνητές ζήτησαν, επίσης, από τους συμμετέχοντες να προσδιορίσουν τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετωπίζει η επιχείρησή τους. Στην Ελλάδα, η δημοφιλέστερη απάντηση ήταν το μακροοικονομικό περιβάλλον (48%, έναντι 42% του συνολικού δείγματος και 45% στις αναδυόμενες αγορές), υποδηλώνοντας, ότι οι Έλληνες εξακολουθούν να ανησυχούν για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ακολουθούν οι μεταβολές στο ρυθμιστικό περιβάλλον (38% στην Ελλάδα και 43% στο συνολικό δείγμα) και οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο (32% και 37% αντίστοιχα).
Εφησυχασμός, παρά την έξαρση των φαινομένων διαφθοράς;
Η έρευνα διαπιστώνει μια αντίφαση μεταξύ της γενικευμένης παραδοχής ότι τα φαινόμενα διαφθοράς παραμένουν σχετικά διαδεδομένα και της παράλληλης αντίληψης ότι οι επιχειρήσεις έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Έτσι, το 59% του δείγματος (68% στην Ελλάδα) θεωρεί ότι «η επιχείρησή του διαθέτει μια εξειδικευμένη προσέγγιση δέουσας επιμέλειας ως προς τους κινδύνους, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της χώρας, του κλάδου και του αντικειμένου της δραστηριότητας τρίτων». Συγχρόνως, το 78% του συνόλου (94% στην Ελλάδα) εκτιμά ότι «υπάρχουν σαφείς ποινές για όσους δεν ακολουθούν την πολιτική της εταιρείας», ενώ το 57% διεθνώς (58% στην Ελλάδα) αναφέρει ότι έχουν επιβληθεί κυρώσεις για παραβίαση της εταιρικής πολιτικής.
Παράλληλα, τα στελέχη φαίνεται να κατανοούν επαρκώς τα οφέλη που προκύπτουν για μια επιχείρηση που αποδεικνύει ότι συμπεριφέρεται με ακεραιότητα. Τα σημαντικότερα οφέλη, σύμφωνα με τους συμμετέχοντες, είναι η εικόνα που σχηματίζουν οι πελάτες (72% διεθνώς, 90% στην Ελλάδα), η αντίληψη του κοινού (62% διεθνώς, 73% στην Ελλάδα), οι επιτυχημένες επιχειρηματικές αποδόσεις (59% διεθνώς, 63% στην Ελλάδα), και η αντίληψη των μετόχων (52% διεθνώς, 63% στην Ελλάδα).
Ο κ. Γιάννης Δρακούλης, Associate Partner και Επικεφαλής του Τμήματος Ερευνών Οικονομικής Απάτης και Εταιρικών Αντιδικιών της ΕΥ Ελλάδος, αναφέρει: «Τα ευρήματα της έρευνας φανερώνουν ότι οι επιχειρήσεις έχουν κάνει βήματα αυστηροποίησης των ποινών. Την ίδια στιγμή, τα στελέχη δείχνουν να έχουν κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, όσον αφορά σε θέματα εταιρικής απάτης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε ερώτηση αν έχει σημειωθεί κάποιο σημαντικό περιστατικό απάτης στην εταιρεία των ερωτηθέντων κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, μόλις 8% των Ελλήνων συμμετεχόντων απάντησε ναι, ποσοστό χαμηλότερο από το παγκόσμιο (11%). Το ποσοστό αυτό της χώρας μας συγκαταλέγεται ανάμεσα στα χαμηλότερα που κατέγραψε η έρευνα, κοντά σε χώρες όπως η Κίνα, η Ιρλανδία και η Σουηδία (από 8%)».
Ο ΓΚΠΔ στο επίκεντρο
Σημαντικές, ενόψει της πρόσφατης εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ-GDPR), είναι οι απαντήσεις των στελεχών ως προς το πόσο καλά γνωρίζουν τις προβλέψεις του ΓΚΠΔ, καθώς μόνο το 40% του συνολικού δείγματος απαντά «καλά» ή «αρκετά καλά». Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 50%, έναντι 65% στη Δυτική Ευρώπη, 54% στις αναπτυγμένες οικονομίες και μόλις 29% στις αναδυόμενες οικονομίες. Συγχρόνως, στη σχετική ερώτηση «πόσο πιθανό είναι να εξασκήσετε το δικαίωμά σας να ζητήσετε να διαγραφούν τα προσωπικά σας στοιχεία;», μόνο το 24% του συνολικού δείγματος και 22% των Ελλήνων απαντούν καταφατικά. Είναι προφανές ότι, στην Ελλάδα, απαιτείται εντατικοποίηση των προσπαθειών για την ενημέρωση, τόσο των καταναλωτών, όσο και των επιχειρήσεων και του Δημόσιου Τομέα για τα ζητήματα που άπτονται του ΓΚΠΔ, καθώς η μη συμμόρφωση επιφέρει σημαντικές ποινές και κυρώσεις.