Η διαδικασία πώλησης της Forthnet για τις πιστώτριες τράπεζες αποδεικνύεται δυσκολότερη από ότι αρχικά φαινόταν.
Δύο μήνες έπειτα από την κατάθεση των πέντε δεσμευτικών προσφορών το κλίμα που μεταδίδεται παραπέμπει σε έντονο προβληματισμό και δυσκολία στη λήψη αποφάσεων. Ορισμένα στελέχη των τραπεζών, διατυπώνουν την άποψη ότι είναι αναγκαίο να αναζητηθούν «και άλλες λύσεις» χωρίς πάντως να διευκρινίζεται σε ποια κατεύθυνση μπορεί να είναι αυτές και αν θα προκύψουν από διαπραγματεύσεις με 2 ή 3 εκ των 5 ενδιαφερομένων, που σύμφωνα με πληροφορίες δύναται να περάσουν σε μια επόμενη φάση (short list) με τις σχετικές γνωστοποιήσεις να αναμένονται την εβδομάδα που μόλις ξεκίνησε.
Τη μεγαλύτερη αμφισβήτηση στη δημόσια συζήτηση δέχεται η προσφορά της Odyssey με επικεφαλής τον Γιώργο Παλυβό, στην οποία συμμετέχει μέσω της MD Leaderman NV, ο Stan Miller (στέλεχος της διεθνούς τηλεπικοινωνιακής και τηλεοπτικής αγοράς, μέλος των διοικητικών συμβουλίων της MTS Russia και του MTN Group). Το προηγούμενο διάστημα η Odyssey κλήθηκε να αποδείξει στις τράπεζες ότι διαθέτει τα κεφάλαια για να ανταποκριθεί στην προσφορά που έχει καταθέσει και η οποία αφορά το σύνολο της Forthnet, χωρίς «κούρεμα» των υποχρεώσεων και με την επιπλέον δέσμευση ότι η εταιρεία θα αναπτυχθεί περαιτέρω, διατηρώντας τους εργαζομένους της. Το αν έπεισε τις τράπεζες θα φανεί τις επόμενες μέρες από το αν θα τη συμπεριλάβουν στη short list (εφόσον τελικά υπάρξει μικρή λίστα). Η άποψη που πλέον διατυπώνεται ευθέως από τους βασικούς «αντιπάλους» της Odyssey είναι ότι πρόκειται για έναν ακόμα από τους «φαντασιακούς πάμπλουτους επενδυτές» που ενδιαφέρονται για περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας. Μένει βεβαίως να αποδειχθεί ποια πλευρά έχει δίκιο.
Η προσφορά που ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες για μια σειρά από λόγους είναι αυτή των Vodafone και Wind. Οι δύο εταιρείες οι οποίες από κοινού ενδιαφέρονται για τη Forthnet από το 2013 κατέχουν στην εισηγμένη ποσοστό 26,6%. Υπενθυμίζεται ότι το 2014 είχαν καταθέσει μη δεσμευτική προσφορά και η οποία με τα σημερινά δεδομένα φαντάζει «εκπληκτική» (παρέπεμπε σε συνολική αποτίμηση της αξίας της στα 535 εκατ. ευρώ). Στο μεταξύ τα δεδομένα για την εισηγμένη, όπως και στην υπόλοιπη αγορά και τη χώρα έχουν αλλάξει δραματικά.
Ο σχεδιασμός τους, εφόσον η πρότασή τους γίνει αποδεκτή, είναι να «μοιράσουν» μεταξύ τους τους πελάτες της Forthnet στην τηλεφωνία, άρα να πάψει να δραστηριοποιείται σε αυτό το κομμάτι και να διατηρήσουν το τμήμα της που αφορά την συνδρομητική τηλεόραση, ώστε στη συνέχεια αυτό να μετεξελιχθεί σε εταιρεία τηλεοπτικού περιεχομένου που θα διαθέτει υπηρεσίες χονδρικής (περιεχόμενο σε όλους τους παρόχους για να το παρέχουν στον τελικό καταναλωτή).
Στην περίπτωσή τους προφανώς δεν τίθεται θέμα φερεγγυότητας. Η μια είναι θυγατρική ενός ομίλου που πρωταγωνιστεί διεθνώς (μάλιστα το διάστημα αυτό ο όμιλος Vodafone «τρέχει» την εξαγορά της Liberty Global στη Γερμανία και την ανατολική Ευρώπη, έναντι 18,4 δισ. ευρώ) και η δεύτερη έχει καταφέρει, σύμφωνα με τη διοίκησή της, να έχει στο ταμείο της 150 εκατ. ευρώ διαθέσιμα για την περαιτέρω ανάπτυξή της που περιλαμβάνει και πιθανές εξαγορές.
Ένας από τους προβληματισμούς που έχει συζητηθεί αναφορικά με την πρόταση των Vodafone και Wind σχετίζεται με το αν μια εξαγορά που θα περιορίζει τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους από τέσσερις σε τρεις θα εγκριθεί από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές και κυρίως από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) που για τις τηλεπικοινωνίες λαμβάνει και το ρόλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Χωρίς κανείς να μπορεί να προεξοφλήσει το αποτέλεσμα της πιθανής άσκησης, εφόσον η υπόθεση φθάσει στην ΕΕΤΤ (και αυτό κυρίως γιατί δεν δύναται να συνυπολογιστεί πιθανή παρέμβαση από τη μεριά του αρμοδίου υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής Νίκου Παππά που έμμεσα έχει ταχθεί κατά του περιορισμού του αριθμού των παρόχων) τα επιχειρήματα που προβάλουν οι δύο εταιρείες όταν απαντούν σχετικά θεωρούνται ισχυρά. Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι ο ανταγωνισμός δεν πρέπει να κρίνεται από τον αριθμό των «παιχτών» σε μια αγορά, αλλά από την ύπαρξη οικονομικά εύρωστων παρόχων που δύναται να επενδύουν και να ανταγωνίζονται αποτελεσματικά μεταξύ τους. Στο πλαίσιο αυτό προστίθεται ότι ο ΟΤΕ κατέχει μερίδιο στην αγορά λιανικής περίπου 60% και αυτό που μένει είναι ένα 40% στο οποίο δύσκολα χωρούν τρεις ειδικά με τις ανάγκες σε κεφάλαια που υπάρχουν σήμερα για επενδύσεις σε δίκτυα νέας γενιάς.
Ανώτατα στελέχη των δύο εταιρειών χαρακτηρίζουν την προσφορά τους για τη Forthnet «στρατηγικού ενδιαφέροντος» και «βέλτιστη δυνατή πρόταση για όλους», συμπεριλαμβανομένων φυσικά των τραπεζών καθώς «εξασφαλίζει τη μέγιστη επανάκτηση της δανειακής έκθεσής τους».
Πληροφορίες αναφέρουν ότι στο πλαίσιο της πρότασης των Vodafone και Wind ένα από τα σενάρια είναι η εφαρμογή της διαδικασίας εξυγίανσης στη Forthnet, βάσει του προπτωχευτικού κώδικα, προκειμένου να προχωρήσει γρηγορότερα η συναλλαγή, αλλά και για να μοιραστεί το «κούρεμα» των συνολικών υποχρεώσεων της εταιρείας με τη συμμετοχή σε αυτό και των προμηθευτών (και στο μεταξύ μπορεί να ζητηθεί η γνώμη της ΕΕΤΤ για τα θέματα ανταγωνισμού ώστε αυτό το μέτωπο να κλείσει γρηγορότερα). Οι τεχνικές δυσκολίες που συνεπάγεται ένα τέτοιο εγχείρημα σε μια εισηγμένη εταιρεία φαίνεται να είναι το σημείο που κυρίως προβληματίζει τις τράπεζες.
Η προσφορά του fund Providence σε συνεργασία με τον Antenna, έχει τις μικρότερες πιθανότητες να συζητηθεί περαιτέρω, καθώς το ενδιαφέρον τους αφορά μόνον την συνδρομητική τηλεόραση και όχι την τηλεπικοινωνιακή δραστηριότητα. Οι προσφορές του Golden Tree εκ των βασικών των μετόχων της Wind και της Pillarstone έχουν τα χαρακτηριστικά της φύσεως των fund που εξειδικεύονται στην αναδιάρθρωση υπερδανεισμένων επιχειρήσεων (distress funds) με άλλα λόγια ζητείται σημαντική μείωση των δανειακών υποχρεώσεων της εισηγμένης. Στην ίδια λογική έχει κινηθεί και ένα άλλο επενδυτικό κεφάλαιο, το Apollo, το οποίο αν και δεν κατέθεσε δεσμευτική προσφορά στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας, εμφανίζεται να είναι ενδιαφερόμενος για τη Forthnet και συνομιλιτής των πιστωτριών τραπεζών (Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank και Attica Bank) και του συμβούλου τους Nomura International.