Την ανάγκη η πορεία προς την Ψηφιακή Οικονομία να μείνει μακριά από κομματικές αντιπαραθέσεις επεσήμαναν ο γενικός γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης (ΥΨΗΠΤΕ) Γιάννης Ταφύλλης και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου (πρόεδρος της επιτροπής του για την Ψηφιακή Οικονομία) Μιχάλης Τσαμάζ, μιλώντας στο συνέδριο του ΣΕΒ με θέμα «Ψηφιακή Στρατηγική της Ελλάδας: Ο δρόμος για την Ανάπτυξη» που ολοκληρώθηκε την Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Ωστόσο, η προσέγγιση του θέματος από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως μας θύμισε για πολλοστή φορά ότι ως χώρα αδυνατούμε να λάβουμε υπερκομματικές αποφάσεις για τα μείζονος σημασίας θέματα που θα αντέχουν στις αλλαγές των κυβερνήσεων προκειμένου να υλοποιούνται και να μην μένουν στα χαρτιά.
Απαντώντας στις ερωτήσεις του προέδρου του ΣΕΒ Θοδωρή Φέσσα ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε σαφές ότι διαφωνεί με τις τελευταίες εξελίξεις όσο αφορά τη δημιουργία υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης (ΥΨΗΠΤΕ). Όπως είπε, εφόσον αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, η ευθύνη για τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) δηλαδή ότι έχει ως αντικείμενο το ΥΨΗΠΤΕ θα ανατεθούν σε εξωκοινοβουλευτικό πρόσωπο με θέση υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ και σε ρόλο cio (chief information officer). Ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για την ανάγκη ενός διαφορετικού μοντέλου ηλεκτρονικής διακυβέρνησης καθώς κατά την άποψή του «το σημερινό μοντέλο δεν δουλεύει υπάρχει σύγχυση μεταξύ του ΨΗΠΤΕ και της γενικής γραμματείας ψηφιακής πολιτικής».
Να σημειώσουμε σχετικά ότι ανεξάρτητα από το πιο μοντέλο μπορεί να είναι καλύτερο, οι επιλογές της σημερινής κυβέρνησης έχουν δοκιμαστεί ελάχιστα, αφού δεν έχουν καν κλείσει χρόνο εφαρμογής.
Νωρίτερα ο κ. Ταφύλλης, στον χαιρετισμό του από την πλευρά της κυβέρνησης, περιέγραψε τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα από την γενική γραμματεία και τόνισε «μπορούμε να δούμε την 26η θέση που καταλαμβάνουμε στον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας, μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ, ως πρόκληση. Ο χώρος των τεχνολογιών δεν επιδέχεται τριβές. Είναι χώρος δημιουργικής κριτικής και όχι πολιτικών αντιπαραθέσεων». Πρόσθεσε ότι το υπ΄ αριθμόν ένα πρόβλημα στο δρόμο για τον ψηφιακό μετασχηματισμό είναι «το έλλειμμα θεσμικής ωριμότητας» στο δημόσιο καθώς, όπως εξήγησε, «δεν έχουμε ώριμη αντίληψη για το ποια είναι η σχέση τεχνολογίας και μεταρρύθμισης, δεν βλέπουμε τις παρεμβάσεις στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) ως δράσεις που μετασχηματίζουν», διευκρινίζοντας ότι η κριτική που κάνει είναι απολύτως τεχνοκρατική. Ο γενικός γραμματέας αναφέρθηκε επίσης στην προοπτική για τα έργα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, τα δομικά στοιχεία για την ψηφιακή διακυβέρνηση και κατέληξε ως εξής: «Για να αλλάξουμε ψηφιακά το δημόσιο τρία είναι τα απαραίτητα συστατικά, διαδικασίες, κουλτούρα, τεχνολογίες.» Όπως τόνισε τα πρώτα δύο τα δυσκολότερα, αφού τις τεχνολογίες μπορείς να τις βρεις.
Ο κ. Τσαμάζ επεσήμανε ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας δεν είναι θέμα επιλογής, αλλά επιβίωσης και σε δεύτερο χρόνο ανάπτυξης, προσθέτοντας ότι «η αντιμετώπιση του ψηφιακού ελλείμματος της χώρας μας είναι η βάση για μια βιώσιμη έξοδο από την κρίση, πέρα και πάνω από τα μνημόνια. Δεν είναι θέμα ενός κόμματος ή μίας κυβέρνησης. Είναι υπερκομματικό, είναι υπερεθνικό» είπε, ενώ παρέθεσε τις επιπτώσεις αν δεν κάνουμε άμεσα ένα άλμα ψηφιακού μετασχηματισμού:
- Οι κλάδοι της οικονομίας θα ολισθήσουν περαιτέρω σε επίπεδο διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
- Δεν θα μπορέσουμε σαν χώρα να παράγουμε καινοτομία, επομένως η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει την τωρινή παραδοσιακή της δομή που βασίζεται κυρίως στις υπηρεσίες και την κατανάλωση.
- Το κράτος θα παραμείνει αντιπαραγωγικό, κοστοβόρο, μη ικανοποιητικό προς τους πολίτες.
- Οι πολίτες δεν θα αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες του μέλλοντος και δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις μελλοντικές απαιτήσεις των επαγγελμάτων τους.
- Η Ελλάδα θα συνεχίσει να υφίσταται την συνεχιζόμενη διαρροή σπουδαίων μυαλών (brain drain) η οποία μπορεί σύντομα να καταλήξει μη αναστρέψιμη.