Την υπεραξία που έχει για την Deutsche Telecom (DT) το προς πώληση 10% του ΟΤΕ τονίζει σε άρθρο του σε κυριακάτικη εφημερίδα ο πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού Παναγής Βουρλούμης.
Ο κ. Βουρλούμης, ουσιαστικός και χωρίς να «κρύβει λόγια», θέτει το θέμα ρεαλιστικά προειδοποιώντας κυβέρνηση και δανειστές ότι «πρέπει να κατανοήσουν ότι πώληση μπορεί μεν να γίνει, αλλά σε τιμή που αναγνωρίζει την πραγματική αξία της συμμετοχής».
Όπως επισημαίνει ειδικότερα, στην Κυριακάτικη Καθημερινή, ως πολύ καλός γνώστης της συμφωνίας με τη γερμανική εταιρεία, κάτοχο του 40% του ΟΤΕ, «βάσει της Συμφωνίας Μετόχων, μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και της DT, το 10% δίνει στο Δημόσιο 5 από τα 11 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, το δικαίωμα να ορίζει πρόεδρο και αρκετά άλλα, όπως βέτο σε στρατηγικές αποφάσεις. Επομένως, στα χέρια του Δημοσίου οι μετοχές του ΟΤΕ έχουν μεγαλύτερη αξία από τις υπόλοιπες που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο. Η υπεραξία αυτή όμως ισχύει μόνο έναντι της DT, και μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εάν τις μετοχές αυτές θελήσει να αποκτήσει η DT, ώστε να έχει τον απόλυτο έλεγχο του Οργανισμού. Εάν το 10% πωληθεί σε τρίτους, τα δικαιώματα που το συνοδεύουν χάνονται».
«Μέχρι στιγμής», όπως λέει ο πρώην επικεφαλής του Οργανισμού, που άνοιξε το δρόμο για τον μετασχηματισμό της επιχείρησης, «η DT δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να αγοράσει τις μετοχές του Δημοσίου, μάλλον υπολογίζοντας ότι, αργά ή γρήγορα, εκείνο θα αναγκαστεί να τις πουλήσει στο Χρηματιστήριο για να βουλώσει κάποια τρύπα. Έτσι η DT θα αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο δίχως να πληρώσει. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε δώρο της Ελλάδας προς την DT και απώλεια των δικαιωμάτων της δίχως αντάλλαγμα.»
Ο κ. Βουρλούμης αναρωτιέται στον άρθρο του «Πόσο ειλικρινής είναι η στάση της DT;» για να απαντήσει ο ίδιος ως εξής: «Η ύπαρξη μειοψηφίας με ισχυρά δικαιώματα δεν είναι δυνατόν να αφήνει αδιάφορη την πλειοψηφία. Αργά ή γρήγορα, στην πορεία μιας επιχείρησης χρειάζεται να παρθούν αποφάσεις που απαιτούν συναίνεση, και τότε τα δικαιώματα της μειοψηφίας αποκτούν βάρος και ενδεχομένως θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα. Με το σκεπτικό αυτό, το Δημόσιο δεν θα έπρεπε να βιαστεί να πουλήσει. Τα περίπου 400 εκατ. ευρώ, που είναι η χρηματιστηριακή αξία του 10%, αποτελούν πειρασμό για τη χρεοκοπημένη κυβέρνησή μας, αλλά δεν θα έσωζαν την κατάσταση. Εάν είναι αλήθεια ότι ασκείται πίεση από τους δανειστές, πρέπει να κατανοήσουν και εκείνοι ότι πώληση μπορεί μεν να γίνει, αλλά σε τιμή που αναγνωρίζει την πραγματική αξία της συμμετοχής. Οι δανειστές μας είναι εξοικειωμένοι με τέτοιου είδους καταστάσεις και σε θέση να ασκήσουν ανάλογη πίεση και προς την DT.»