της Σίλειας Καντάρου
Fixed Networks Division Business Manager
Alcatel-Lucent Ελλάδας
Ο όρος Ultra–Broadband (ευρυζωνικότητα υπερυψηλών ταχυτήτων) κερδίζει σταθερά έδαφος στην τηλεπικοινωνιακή αγορά. Τι σημαίνει όμως και πώς ταιριάζει στην ελληνική πραγματικότητα;
Το δίλημμα μεταξύ θεωρίας και πράξης.
Ο σκοπός είναι να φτάνουν στον καταναλωτή υψηλές ταχύτητες και αξιόπιστη σύνδεση. Η θεωρητική λύση γι’αυτό είναι ένα δίκτυο οπτικών ινών, που ξεκινά από τον ISP μέχρι το οικιακό router. Με αυτή την υποδομή, έχουμε τη μέγιστη απόδοση με σταθερές ταχύτητες της τάξεως του 1 Gbit/s.
Όμως, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Οι υφιστάμενες υποδομές του δικτύου αποτελούνται κατά συντριπτική πλειοψηφία από καλώδια χαλκού, με αποτέλεσμα μία μαζική αντικατάσταση των χάλκινων υποδομών με οπτικές ίνες να χαρακτηρίζεται επιεικώς αντιοικονομική και για τη μεγαλύτερη πλειοψηφία των παρόχων αυστηρά αδύνατη.
Η πρακτική λύση σήμερα βρίσκεται κάπου στη μέση, σε ένα έξυπνο μείγμα νέας οπτικής ίνας και αναβαθμισμένου χαλκού, ικανού να προσφέρει υπερυψηλές ταχύτητες σε μεγαλύτερη πελατειακή βάση και σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Έτσι μπορεί να ξεκινήσει η παραγωγή κερδών για τον πάροχο, τα οποία θα επενδύσει στη σταδιακή μετάπτωση προς τις οπτικές ίνες.
Οι προτάσεις
Αποδεχόμενοι λοιπόν το γεγονός ότι ο χαλκός θα μας συνοδεύει για αρκετό καιρό ακόμη, λύση είναι να αναβαθμιστεί η απόδοσή του. Οι πρόσφατες ριζοσπαστικές καινοτομίες στον τομέα των τεχνολογιών μετάδοσης μέσω χαλκού, ανοίγουν το δρόμο για ταχύτητες αντίστοιχες με εκείνες των οπτικών ινών. Οι τεχνολογίες VDSL2 Vectoring, bonding, Vplus και G.Fast, προσφέρουν ταχύτητες εκατοντάδων Mbit/s, η εγκατάστασή τους είναι ταχύτερη και σαφώς λιγότερο δαπανηρή από την εγκατάσταση οπτικής ίνας σε κάθε σπίτι.
Το μέλλον της ελληνικής αγοράς Ultra–Broadband
Η Ελλάδα έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να κάνει τα πρώτα βήματα προς την ευρυζωνική διείσδυση υπερυψηλών ταχυτήτων. Από την πρώτη εμπορική της διάθεσή στην ελληνική αγορά στα τέλη του 2011, η τεχνολογία VDSL2 κερδίζει συνεχώς έδαφος. Σήμερα, οι κυριότεροι Έλληνες πάροχοι προσφέρουν πακέτα υπηρεσιών VDSL2 και η αντίστοιχη συνδρομητική βάση αυξάνει σταθερά χρόνο με το χρόνο. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα χαμηλά στην ultra-broadband διείσδυση, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βασικοί παίχτες της ελληνικής τηλεπικοινωνιακής αγοράς έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους στο όραμα της «Ψηφιακής Ατζέντας για την Ευρώπη 2020» (Digital Agenda for Europe 2020), η οποία προβλέπει την περαιτέρω ανάπτυξη και επέκταση της ευρυζωνικότητας στην Ευρώπη με στόχο 100% πληθυσμιακή κάλυψη για ταχύτητες εώς 30 Mb/s και 50% κάλυψη για ταχύτητες εώς 50 Mb/s μέχρι το 2020.
Vectoring, Bonding, G.Fast & Vplus
Θεωρητικά το απλό VDSL2 μπορεί να προσφέρει ταχύτητες έως 100 Mbit/s, στην πραγματικότητα οι παρεμβολές από γειτονικές γραμμές χαλκού (cross-talk interference) μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της ταχύτητας κάτω από τα 40 Mbit/s.
Μία επιλογή για την επίτευξη μεγαλύτερου εύρους ζώνης είναι μέσω της μεθόδου VDSL2 bonding, η οποία συνδυάζει πολλαπλά ζεύγη καλωδίων προκειμένου να πετύχει αύξηση της διαθέσιμης χωρητικότητας ή επέκταση της προσιτότητας του δικτύου χαλκού για ένα δεδομένο εύρος ζώνης. Αυτή η τεχνική ωστόσο δεν επιλύει το πρόβλημα των παρεμβολών.
Για το σκοπό αυτό έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια η μέθοδος VDSL2 Vectoring, μια πρωτοποριακή τεχνολογία που στοχεύει στην εξάλειψη των παρεμβολών από άλλα ζεύγη χαλκού επιτρέποντας έτσι την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του VDSL2 και την επίτευξη ταχυτήτων της τάξης των 100 Mbit/s σε αποστάσεις έως 400 μέτρα μεταξύ του σημείου διανομής και του συνδρομητή. Σήμερα το VDSL2 Vectoring εξαπλώνεται παγκοσμίως ενώ χρησιμοποιείται ήδη με επιτυχία από πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ολλανδία κτλ. και αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο επόμενο βήμα για την ελληνική τηλεπικοινωνιακή αγορά.
Το G.Fast είναι μια τεχνολογία η οποία εκμεταλλεύεται το φάσμα υψηλών συχνοτήτων του χαλκού για να πετύχει συνολικές ταχύτητες (downstream και upstream) έως 1 Gbit/s σε μικρότερες αποστάσεις.
Από την άλλη πλευρά, το Vplus είναι περισσότερο κατάλληλο για βρόχους μεσαίου μήκους, όπου το σημείο διανομής βρίσκεται περίπου 300 μέτρα από το συνδρομητή, και έρχεται να καλύψει το κενό μεταξύ του Vectoring και του G.Fast, προσφέροντας υψηλότερες ταχύτητες από το VDSL2 Vectoring σε μεγαλύτερες αποστάσεις από το G.Fast (200 Mbit/s συνολική ταχύτητα πάνω από τα 400 μέτρα και πάνω από 300 Mbit/s για βρόχους μικρότερους των 200 μέτρων).
Και η οπτική ίνα;
Παράλληλα με τις εξελίξεις στον τομέα του χαλκού, η οπτική ίνα παραμένει πάντα μια ώριμη και διαχρονική επιλογή και, παρά το αρχικά υψηλότερο κόστος επένδυσης και το μακρύτερο χρόνο ανάπτυξης, προσφέρει σημαντικά μεγαλύτερο εύρος ζώνης με χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα. Τα Παθητικά Οπτικά Δίκτυα (Passive Optical Networks – PON) είναι σήμερα ευρέως διαδεδομένα σε όλο τον κόσμο, με το GPON (Gigabit Passive Optical Network) να αποτελεί την προτιμώμενη επιλογή μεταξύ των μεγαλύτερων παρόχων που επιθυμούν να προσφέρουν στους συνδρομητές τους την ευρυζωνική εμπειρία του 1 Gbit/s.