Όπως ήδη έχει ανακοινωθεί, η Nokia Networks σκοπεύει να εξαγοράσει την Alcatel-Lucent σε μια συμφωνία αγοράς του συνόλου των μετοχών της γαλλικής εταιρίας που αποτιμάται στο ποσό των 15,6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στόχος της δεν είναι άλλος από το να ενισχύσει την παρουσία της στην αγορά ασύρματου εξοπλισμού, ακολουθώντας άλλωστε και την τάση συγχώνευσης που καταγράφεται σε επίπεδο παρόχων δικτύου παγκοσμίως.
Η συμφωνία θα επαναπροσδιορίσει έναν τομέα που πάσχει από αδύναμες προοπτικές ανάπτυξης και την πίεση από του χαμηλού κόστους Κινέζους παίκτες Huawei και ZTE. Ετσι πλέον στην αγορά παρόχων τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού δημιουργούνται 3 βασικοί πόλοι που θα κατέχουν το 95% της αγοράς εξοπλισμού. Αναλυτικά και σύμφωνα με την Bernstein Research, μετά την εξαγορά της ALU, η Nokia Networks θα καταλάβει τη 2η θέση στην κατάταξη και θα κατέχει το 35% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού. Θα βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Ericsson που με 40% ηγείται της αγοράς και πριν τη Huawei που κατέχει το 20%.
Με περίπου 114.000 υπαλλήλους και πωλήσεις της τάξης των € 26 δισεκατομμυρίων, η συνδυασμένη εταιρεία θα πετύχει ισχυρότερη διαπραγματευτική ικανότητα απέναντι σε αγοραστές και εργολάβους, ενώ μέσα στους κυριότερους στόχους της είναι η κατάκτηση μεγαλύτερου μεριδίου στη σημαντική αγορά της Βορείου Αμερικής, με τις γιγαντιαίες συμβάσεις των AT & T και Verizon.
Θα μπορεί επίσης να συμπληρώσει τα κενά στο χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της με την τεχνολογία της Alcatel-Lucent η οποία έχει ισυρή παρουσία στον τομέα των οπτικών routers και του εξοπλισμού Internet, κάτι που είναι πρώτη προτεραιότητα για τους παρόχους δικτύου που πρέπει να χειριστούν το συνεχώς αυξανόμενο όγκο δεδομένων, που προέρχονται από τους χρήστες να σερφάρουν στο διαδίκτυο με τα smartphones τους και βλέποντας το περιεχόμενο video να εξελίσσεται στον σημαντικότερο παράγοντα “κατανάλωσης” δεδομένων.
Η συμφωνία εξαγοράς -που υπόκειται στην έγκριση των αρχών- προβλέπει ότι η Nokia θα δώσει στους μετόχους της Alcatel-Lucent 0,55 μετοχές της νέας συνδυασμένης εταιρείας για κάθε μία από τις παλαιές μετοχές τους, παραχωρώντας ουσιαστικά το 33,5% της νέας οντότητας στα χέρια των μετόχων της ALU, εάν η προσφορά γίνει πλήρως δεκτή.
Η συμφωνία αναμένεται να ολοκληρωθεί κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016 και αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση του λειτουργικού κόστους της τάξης των 900 εκατομυρίων ευρώ, από τα τέλη του 2019, οι εταιρείες, δήλωσε την Τετάρτη.