Σχεδόν το 1/3 του συνόλου των αναφορών που υποβλήθηκαν στον Συνήγορο του Καταναλωτή το 2014 σχετίζονταν με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (κυρίως) και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Στους συγκεκριμένους κλάδους μάλιστα σημειώθηκε η δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση αναφορών σε σχέση με το 2013, κατά 35%.
Ειδικότερα, με βάση την Ετήσια Έκθεση της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Καταναλωτή που υπεβλήθη στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, στην πρόεδρο της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου και στον Υπουργό Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Γιώργο Σταθάκη, από τον Συνήγορο Λευτέρη Ζαγορίτη και την Αναπληρώτρια Συνήγορο Αθηνά Κοντογιάννη:
– Οι κλάδοι των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών είχαν το 2014, 1.697 αναφορές, ποσοστό επί του συνόλου 31,5%, έναντι 1.259 το 2013, 950 το 2012, 1.157 το 2011 και 1.113 το 2010. Ο αριθμός των αναφορών ιστορικά ήταν μεγαλύτερος μόνον το 2008 (1.978 αναφορές ή 36,7% του συνόλου).
– Σύμφωνα με την έκθεση της Αρχής από το σύνολο των αναφορών των δύο αυτών τομέων το 2,9% μόνον αφορά τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, ποσοστό 43,7% τις υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας, 43,8% τις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας, 4,9% τις υπηρεσίες διαδικτύου και 4,4% τις υπηρεσίες τηλεόρασης.
– Το 46,4% των αναφορών είχε σχέση με τη τιμή – χρέωση, το 36% την τιμολόγηση – χρέωση και είσπραξη χρεών, 8,4% αθέμιτες τακτικές, 11% συμβάσεις και πωλήσεις και ένα 10% την ποιότητα αγαθών και υπηρεσιών.
Οι εν λόγω κλάδοι εμφάνισαν και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά επίλυσης της διαφοράς υπέρ του καταναλωτή 85,9%, υπέρ του προμηθευτή επιλύθηκε το 6,1% των αναφορών, ενώ ένα 8% δεν επιλύθηκε από τον Συνήγορο του Καταναλωτή.
Όπως επισημαίνεται πάντως στην Έκθεση της Αρχής το 2014 ο αριθμός του συνόλου των αναφορών που υποβλήθηκαν στον Συνήγορο του Καταναλωτή από πολίτες με αίτημα τη φιλική επίλυση των καταναλωτικών τους διαφορών σημείωσε θεαματική αύξηση (ιδίως το τελευταίο τετράμηνο) κατά 30,5% σε σχέση με το 2013, ενώ μαζί με τον αριθμό των αναφορών που υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Ελλάδος, έφτασε στο υψηλότερο –ετησίως – σημείο από συστάσεως της Αρχής.
Η αύξηση αυτή αποδίδεται από την Αρχή στην οικονομική κρίση, η οποία συμβάλει στην περαιτέρω ευαισθητοποίηση του καταναλωτή σε ό,τι αφορά την προστασία των δικαιωμάτων του, στην εδραίωση της εμπιστοσύνης του καταναλωτή προς την Ανεξάρτητη Αρχή καθώς και στη σταδιακή εξοικείωση τόσο των καταναλωτών όσο και των προμηθευτών με την εξωδικαστική επίλυση διαφορών, ως την πλέον συμφέρουσα επιλογή από άποψη χρόνου, αποτελεσματικότητας και κόστους.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση επίλυσης διαφοράς περιγράφεται ως εξής στην Έκθεση του Συνηγόρου του Καταναλωτή: «Καταναλωτής, μετά τη λήξη σύμβασης που είχε συνάψει με εταιρεία παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, προέβη σε αλλαγή παρόχου. Εν συνεχεία, δέχθηκε από τον πρώτο πάροχο πιο συμφέρουσα προσφορά, την οποία προφορικά αποδέχθηκε, χωρίς (κατά τους ισχυρισμούς του) να ενημερωθεί για τυχόν απαραίτητες ενέργειες αποδέσμευσής του από τον δεύτερο πάροχο. Αργότερα, κλήθηκε να πληρώσει δύο λογαριασμούς:
Στον έναν πάροχο για την καταβολή του αντιτίμου των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που παρασχέθηκαν και στον άλλον, τον εν προκειμένω καταγγελλόμενο, για την καταβολή ρήτρας πρόωρης συμβατικής αποδέσμευσης. Ερευνώντας την υπόθεση, η Αρχή διαπίστωσε ότι ο καταναλωτής δεν είχε λάβει την κατά νόμο απαιτούμενη προσυμβατική πληροφόρηση, ούτε εγγράφως ούτε με άλλο ισοδύναμο σταθερό μέσο, ενώ ουδέποτε είχε στην πραγματικότητα συνδεθεί με το δίκτυο του καταγγελλόμενου παρόχου. Κρίθηκε, επομένως, καταχρηστική η επιβολή της ρήτρας αποδέσμευσης και συστήθηκε στην εταιρεία η διαγραφή του σχετικού ποσού, με τα μέρη τελικώς να συμφωνούν και να αποδέχονται ως λύση τη διαγραφή του 50% της επίμαχης οφειλής.»