Στα αζήτητα, παραμένει η Καθολική Υπηρεσία που παρέχει ο ΟΤΕ. Από το 2007 που υπάρχει ο νόμος που υποχρεώνει τους εναλλακτικούς παρόχους να καταβάλλουν στον ΟΤΕ, το κόστος που προκύπτει από την τηλεπικοινωνιακή κάλυψη περιοχών χαμηλού εμπορικού ενδιαφέροντος, ουδέποτε ο Οργανισμός εισέπραξε το σχετικό τίμημα.
Βέβαια, το πρόβλημα ξεκινάει ακριβώς από το γεγονός ότι το τίμημα είναι σχετικό και η ΕΕΤΤ, έπρεπε κατόπιν αιτήματος του ΟΤΕ να κάνει τον έλεγχο των στοιχείων και να αποτιμήσει το κόστος.
Συγκεκριμένα η ΚΥΑ του Ιουνίου 2007 αναφέρει ότι «Ως Καθαρό Κόστος Καθολικής Υπηρεσίας ορίζεται η διαφορά μεταξύ του καθαρού κόστους λειτουργίας του ΟΤΕ και της λειτουργίας της χωρίς τις υποχρεώσεις Καθολικής Υπηρεσίας. Για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους πρέπει να συνεκτιμώνται τα οφέλη, συμπεριλαμβανομένων των άυλων ωφελειών, που αποκομίζει ο Οργανισμός». Μετάφραση: «Φέξε μου και γλίστρησα». Για του λόγου το αληθές, για το 2010 ο ΟΤΕ ζήτησε 84 εκατομμύρια, ενώ η ΕΕΤΤ με δική της αποτίμηση είχε καταλήξει στα 24.
Το χάσμα είναι μεγάλο και βασίζεται στα διαφορετικά μοντέλα κοστολόγησης, για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι πέρα από το μαθηματικό μοντέλο, η καθολική υπηρεσία θα πρέπει να διαπιστωθεί και στην πράξη, κάτι που θα απαιτούσε από την ΕΕΤΤ μία στρατιά συνεργείων για επιτόπιο έλεγχο στα χιλιάδες καρτοτηλέφωνα που βρίσκονται ανά την επικράτεια και την ποιότητα της τηλεφωνικής σύνδεσης στην άνω Πετρομαγούλα.
Για να είμαστε δίκαιοι, ο ΟΤΕ πλέον δεν διεκδικεί την παροχή της Καθολικής Υπηρεσίας, η οποία σίγουρα τον επιβαρύνει με κόστη, αν και πιθανόν όχι τόσα όσα ζητάει. Το πρόβλημα είναι ότι, σε όποιο ποσό και να καταλήξει η όποια μεθοδολογία αποτίμησης εκ μέρους της ΕΕΤΤ, θα παραμείνουν στα αζήτητα οι απαιτήσεις της περιόδου 2007-2010 με πολλά ερωτηματικά για τον τελικό επιμερισμό και την τελική καταβολή εκ μέρους των εναλλακτικών.