Έντονος προβληματισμός επικρατεί στις τηλεπικοινωνιακές εταιρείες αναφορικά με τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναμόρφωση του πλαισίου στις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζονται και θετικά σημεία. Οι μεγάλοι τηλεπικοινωνιακοί όμιλοι χαρακτηρίζουν το προτεινόμενο Σχέδιο Κανονισμού «άτολμο» και «αναποτελεσματικό», ενώ οι εναλλακτικοί πάροχοι δηλώνουν την ανησυχία τους αναφορικά με τον ανταγωνισμό σε περίπτωση «χαλάρωσης» της ρύθμισης στους incumbents.
Όπως είναι γνωστό το νέο Σχέδιο Κανονισμού για τις Επικοινωνίες που παρουσιάστηκε πρόσφατα από την Επίτροπο για την Ψηφιακή Ατζέντα Neelie Kroes, με προοπτική να υιοθετηθεί τάχιστα, μέχρι τις ευρωεκλογές τον Μάιο, επιχειρεί σημαντικές παρεμβάσεις στον τρόπο που δουλεύει η ευρωπαϊκή αγορά (άδειες, ρύθμιση) με στόχο την ενοποίησή της, ώστε να καταστεί ανταγωνιστική σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες αγορές (ΗΠΑ, Ιαπωνία). Παρεμβαίνει, μεταξύ άλλων, σε θέματα που άπτονται του φάσματος, της ουδετερότητας του διαδικτύου (στη λογική του να μην ληφθούν μέτρα για τους παρόχους Over The Top) και της περιαγωγής.
Το infocom.gr ζήτησε από τις τηλεπικοινωνιακές εταιρείες ένα πρώτο σχόλιό για το νέο Σχέδιο Κανονισμού της Ε.Ε. στοχεύοντας να συμβάλει στο να ανοίξει η συζήτηση για το θέμα στη χώρα μας, σε μια συγκυρία που – δυστυχώς – παρατηρείται απουσία θέσεων και απόψεων από την πλευρά του αρμοδίου υπουργείου (Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων). Αναλυτικά, οι απόψεις των εταιρειών, όπως εκφράστηκαν μέσω των αρμοδίων ανωτάτων στελεχών τους, έχουν ως εξής:
Ειρήνη Νικολαΐδη, νομική σύμβουλος και εκτελεστική Γενική Διευθύντρια Νομικών Υπηρεσιών και Ρυθμιστικών Θεμάτων Ομίλου ΟΤΕ:
«Ο ΟΤΕ θεωρεί καταρχάς θετικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι λόγω του υφιστάμενου ρυθμιστικού της περιβάλλοντος η Ευρώπη υστερεί σημαντικά στον κλάδο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε σχέση με άλλες αναπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κορέα) ως προς τις επενδύσεις σε δίκτυα νέας γενιάς. Οι επενδύσεις αυτές θα ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης και, αντίστοιχα, της Ελλάδας, σε μία περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης.
Με το σχέδιο μέτρων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενθαρρύνει, μεταξύ άλλων, τη διαμόρφωση μιας περισσότερο ομοιογενούς ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών, περιορίζοντας τις προτεινόμενες ρυθμίσεις στις αγορές που υπάρχει αδυναμία ανάπτυξης του ανταγωνισμού, δηλαδή στις υποδομές. Δεδομένου ότι ο ΟΤΕ, παρά τη σημαντική υποχώρηση των μεριδίων του στη λιανική αγορά, παραμένει μία από τις πλέον ρυθμιζόμενες εταιρείες στην Ευρώπη εξ αιτίας του ασφυκτικού περιβάλλοντος που έχει διαμορφώσει η ελληνική ρυθμιστική αρχή, το μήνυμα του νέου Κανονισμού μόνο θετικό μπορεί να θεωρηθεί στον τομέα αυτό. Θετικές είναι επίσης οι προτεινόμενες αλλαγές που αφορούν στην εναρμόνιση στη Διαχείριση του Φάσματος.
Από την άλλη πλευρά, όμως, θεωρούμε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχωρά μάλλον άτολμα και ανισοβαρώς στις προτάσεις της. Οι προτεινόμενες αλλαγές σχετικά με τις νέες επενδύσεις είναι περιορισμένες, ενώ μεγάλο μέρος του Σχεδίου αφορά σε ζητήματα δικαιωμάτων των τελικών χρηστών και σε θέματα net neutrality, τα οποία ήδη καλύπτονται ικανοποιητικά από τις εταιρίες του Ομίλου ΟΤΕ. Τέλος, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αναφορικά με τις διεθνείς κλήσεις και την περιαγωγή στέλνουν αντιφατικά μηνύματα σε ό,τι αφορά την ενθάρρυνση των επενδύσεων, καθώς θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα έσοδα των εταιρειών του κλάδου και, συνεπώς, στη δυνατότητα χρηματοδότησης νέων επενδύσεων.»
Θέμης Γιαννακόπουλος Counsel, Regulatory & Corporate Security, Vodafone Ελλάδας:
«Το Σχέδιο Κανονισμού για τις Επικοινωνίες που ανακοινώθηκε πρόσφατα περιλαμβάνει στόχους όπως η αύξηση των επενδύσεων, της καινοτομίας και της απασχόλησης προς όφελος της ευρωπαϊκής οικονομίας που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τη σημερινή τους μορφή δεν πιστεύουμε ότι θα αποδώσουν.
Αν και υπάρχουν ορισμένα θετικά στοιχεία στις προτάσεις αυτές, κυρίως όσον αφορά στο φάσμα, υπάρχουν στοιχεία τα οποία κατά την άποψή μας δεν θα ωφελήσουν τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Μας προβληματίζει η πρόταση της Επιτροπής να προβεί σε αυθαίρετες αλλαγές στα υφιστάμενα σχέδια της για την περιαγωγή, για την οποία ο κλάδος της κινητής επικοινωνίας σήμερα δαπανά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της κανονιστικής προβλεψιμότητας και συνοχής που η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει. Αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη σε συνέχεια των σημαντικών κινήσεων που έχουμε πραγματοποιήσει σε σχέση με τα τέλη περιαγωγής. Στη Vodafone, ήδη προσφέρουμε προγράμματα περιαγωγής όπως προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπής τα οποία δίνουν τη δυνατότητα στους συνδρομητές μας με μια μικρή χρέωση ανά ημέρα να χρησιμοποιούν το πρόγραμμα χρήσης τους στο εξωτερικό (εντός της Ευρώπης) όπως ακριβώς και στην Ελλάδα και μόνο για τις ημέρες που κάνουν χρήση των υπηρεσιών περιαγωγής».
Θεοδόσης Τόμπρας, Διευθυντής Νομικών και Ρυθμιστικών Θεμάτων WIND Ελλάς:
«Πράγματι, η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ενιαίας αγοράς (EU Single Market) μπορεί να αποτελέσει βασικό μοχλό για την αύξηση αφενός της ανταγωνιστικότητας του κλάδου πανευρωπαϊκά και αφετέρου της απασχόλησης, συνολικά πέρα και πάνω από τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Και αυτή ακριβώς είναι η στοχοθέτηση της Επιτροπής. Ωστόσο, η πανευρωπαϊκή αγορά τηλεπικοινωνιών πλήττεται και από σειρά άλλων προβλημάτων, τα οποία η πρόταση της Επιτροπής είτε δεν αγγίζει, είτε αποτυγχάνει να επιλύσει.
Στην πρώτη κατηγορία θα μπορούσαμε να καταγράψουμε, το πρόβλημα των ανεπαρκών επενδυτικών κινήτρων. Και εν προκειμένω, η απλοποίηση και μείωση των κανονιστικών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις είναι ευπρόσδεκτες. Από την άλλη, ο πειρασμός να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις -για παράδειγμα στα δίκτυα επόμενης γενιάς- μέσω ρυθμιστικών διαλλειμάτων, δημιουργεί ένα περιβάλλον αβεβαιότητας με τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Εν προκειμένω, απαιτείται μία σώφρονα προσέγγιση και μία διαρκής στάθμιση μεταξύ μέτρου και προσδοκώμενου αποτελέσματος.
Επίσης, η στόχευση σε μία ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά, δεν συνεπάγεται άνευ άλλου την άρση εθνικών περιορισμών και την υπέρβαση εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Το εν λόγω πακέτο μέτρων, πρακτικά ενσωματώνει σε ρυθμιστικό επίπεδο μία σειρά από πολιτικές, πλην όμως το τελικό κείμενο απέχει από πολύ από το να εξασφαλίζει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Αντιθέτως, μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι δημιουργεί επιπρόσθετους περιορισμούς, αβεβαιότητες & προσκόμματα στην ελεύθερη ανάπτυξη της αγοράς.
Αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη και αυτό επίσης τυγχάνει ευρύτατης αποδοχής, είναι ένα υψηλότατο επίπεδο υγιή ανταγωνισμού και διαφάνεια. Η δυνάμεις που θα οδηγήσουν τον κλάδο να διαμορφώσει μία ενιαία πανευρωπαϊκή αγορά, είναι οι δυνάμεις της ίδιας της αγοράς & του υγιή ανταγωνισμού και ως εκ τούτου είναι εκ των πραγμάτων λάθος να αναμένεται ότι αυτό μπορεί να γίνει με νέους ρυθμιστικούς κανόνες, κανόνες που βέβαια πρέπει να αλλάξουν και να επαναδιατυπωθούν στο βαθμό που περιορίζουν αυτή την προοπτική.
Συμπερασματικά, η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κινείται σαφέστατα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, δεν αποφεύγει να εισάγει νέες στρεβλώσεις και να αυξήσει το βαθμό αβεβαιότητας στη λειτουργία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς και ακριβώς αυτή είναι η πιο σφοδρή κριτική που ασκείται πανευρωπαϊκά. Οι παρεμβάσεις μας στην αγορά των τηλεπικοινωνιών πανευρωπαϊκά, αλλά και εθνικά πρέπει να υπακούουν στη λογική δημιουργίας ενός ασφαλούς περιβάλλοντος & ενός σαφούς πλαισίου, και κάθε αβεβαιότητα ή ασάφεια δρα αντίρροπα του στόχου αυτού, της ενίσχυσης του επενδυτικού κλίματος και της δημιουργίας συνθηκών ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή και ευρύτερος διάλογος και διαφάνεια όταν λαμβάνονται σχετικές αποφάσεις, όροι που όπως εντοπίζει και το BEREC στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν.»
Γιάννης Καβακλής Γενικός Διευθυντής Στρατηγικής Forthnet:
«Καταρχήν η πρόταση περιέχει κάποιες θετικές ιδέες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση της άρσης του κατακερματισμού της Ευρωπαϊκής Αγοράς Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, όπως για παράδειγμα το ενιαίο σύστημα αδειοδότησης επιχειρήσεων, η εναρμόνιση στη διαχείριση του φάσματος, η θέσπιση ελάχιστων εγγυημένων προϊόντων/υπηρεσιών χονδρικής πρόσβασης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Ωστόσο, παρατηρείται ότι η υπερβολική έμφαση στο ζήτημα των μελλοντικών επενδύσεων εκτρέπει την προσοχή από τα υφιστάμενα προβλήματα στον ανταγωνισμό, τα οποία αποτελούν τα πραγματικά εμπόδια στην πορεία προς την ενιαία αγορά. Εξάλλου, οι επενδύσεις σε δίκτυα νέας γενιάς θα μπορούσαν να είχαν ήδη χρηματοδοτηθεί από τα έσοδα της χονδρικής εκμετάλλευσης του υπάρχοντος αποσβεσθέντος δικτύου πρόσβασης από τον κυρίαρχο πάροχο.
Στο σημερινό δύσκολο οικονομικό κλίμα, όπου οι καταναλωτές μειώνουν τα έξοδά τους και οι επιχειρήσεις χρειάζονται αύξηση της παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητάς τους ώστε να είναι ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι πιο σημαντικό από ποτέ να προάγουμε μία έντονα ανταγωνιστική αγορά Τηλεπικοινωνιών.
Παρά τη βελτίωση των υπηρεσιών και των επιλογών για τον τελικό χρήστη σταθερών επικοινωνιών, τα προβλήματα στη χονδρική πρόσβαση παραμένουν, ενώ πόρρω απέχουμε από τη διαμόρφωση συνθηκών ισότιμου ανταγωνισμού στην αγορά υπηρεσιών σταθερής πρόσβασης και τηλεφωνίας. Η εξάρτηση από το δίκτυο πρόσβασης του καθετοποιημένου κυρίαρχου παρόχου και η υποστήριξη πολιτικών που περιστρέφονται γύρω από τον δικό του επιχειρηματικό σχεδιασμό, αποτελούν βασικό ανασταλτικό παράγοντα για την προσέλκυση επενδύσεων σε υποδομές και σε υπηρεσίες.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η αδυναμία της νομοθετικής πρωτοβουλίας “Single Market package” έγκειται στο ότι δεν αναγνωρίζει ότι μόνο μέσω δραστικών πρωτοβουλιών για την ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού, με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε Κράτους Μέλους, θα επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα οφέλη για την οικονομία και την κοινωνία και θα ενισχυθεί η πορεία προς την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών.»
Δημήτρης Γοργίας, Chief Network Officer της hellas online:
«Θεωρούμε ότι υπάρχουν θετικά σημεία στο προς συζήτηση Σχέδιο Κανονισμού για μια ενιαία ευρωπαϊκή τηλεπικοινωνιακή αγορά, όπως ο εναρμονισμός στη διαχείριση φάσματος, η δημιουργία προϊόντων «κλειδιά» σε επίπεδο πρόσβασης και η εξυπηρέτηση των συνδρομητών με τους ίδιους όρους σε οποιοδήποτε χώρα εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Διατηρούμε όμως σοβαρότατες επιφυλάξεις αναφορικά με το κατά πόσο -μέσω του νέου αυτού Κανονισμού- θα επιτευχθεί αποτελεσματικός ανταγωνισμός (ο οποίος σήμερα δεν υπάρχει στη χώρα μας), ενθάρρυνση νέων επενδύσεων, καθώς και αξιοποίηση των μεγάλων επενδύσεων που έχουν γίνει την τελευταία πενταετία από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους.
Δεδομένου ότι ακόμη και με τα υφιστάμενα ρυθμιστικά μέτρα, στην Ελληνική Τηλεπικοινωνιακή Αγορά δεν έχει επιτευχθεί αποτελεσματικός ανταγωνισμός στις Αγορές Πρόσβασης, η χαλάρωση των ρυθμιστικών υποχρεώσεων των παρόχων με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά, η οποία προωθείται μέσω του εν λόγω Κανονισμού, θα ήταν μία δυσάρεστη εξέλιξη. Σημειώστε ότι η άρση των ρυθμιστικών υποχρεώσεων προς όφελος του ΟΤΕ, δεν εξασφαλίζει ότι θα γίνουν επενδύσεις σε δίκτυα Νέας Γενιάς. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ακόμη και σήμερα οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι δεν έχουν ισότιμη πρόσβαση σε συστήματα και διαδικασίες προκειμένου να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν αποδοτικά τα προσφερόμενα προϊόντα χονδρικής.
Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι:
· Δεδομένου ότι έως και σήμερα ο ΟΤΕ δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του για ισότιμη πρόσβαση σε συστήματα και διαδικασίες (Equivalence of Input) και συνεπώς υφίσταται διακριτική μεταχείριση εις βάρος των ΤΠ, εκτιμούμε ότι η δυνατότητα που δίνεται στις ΕΡΑ για χαλάρωση του εν λόγω μέτρου, εάν εφαρμοστεί, θα επιβαρύνει περαιτέρω την κατάσταση στην Ελληνική αγορά.
· Λόγω της έλλειψης αποτελεσματικού ανταγωνισμού είναι απαραίτητο να διατηρηθεί ο εκ των προτέρων («ex ante») έλεγχος των προϊόντων και προσφορών των παρόχων με Σημαντική Ισχύ, δίχως προϋποθέσεις και εξαιρέσεις.
· Η σταθεροποίηση των τιμών του τοπικού βρόχου στο εύρος των 8-10 ευρώ δεν διασφαλίζει τις επενδύσεις σε οπτικά δίκτυα πρόσβασης FTTH νέας γενιάς. Επίσης η διατήρηση υψηλών τιμών τοπικού βρόχο, a priori, ισοδυναμεί με επιδότηση του δεσπόζοντος φορέα εκμετάλλευσης του χάλκινου δικτύου από τους εναλλακτικούς παρόχους και καθήλωση των υποδομών της χώρας στο χαλκό. Για το λόγο αυτό έχουμε προτείνει προς όλες τις αρμόδιες πλευρές, τη δημιουργία ενός σχήματος συν-επένδυσης και διαμοιρασμού κινδύνου μέσω της από κοινού κατασκευής και χρήσης δικτύων για να προχωρήσουν οι επενδύσεις σε NGA οπτικά δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς, σε ένα μοντέλο τηλ/κης εταιρίας, τύπου DIGEA.
Η συμμετοχή του ΟΤΕ σε πρόγραμμα συν-επενδύσεων θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα : α)της σύμφωνης επιλογής του σε συμμετοχή σε ανεξάρτητο φορέα που θα αναλάβει την προσφορά λύσεων NGA ή υποδομών NGA. β)επιβολής λειτουργικού διαχωρισμού για το τμήμα του υπο-βρόχου και μόνο για λύσεις NGA.»
Γιώργος Αθηαινίτης, Βοηθός Γενικός Διευθυντής Επιχειρηματικής Ανάπτυξης και Διαχείρισης Τεχνολογίας της Cyta Ελλάδος:
«Το σχέδιο μέσα από τους επιμέρους άξονές του επιδιώκει μεγαλύτερη άνεση, ευελιξία και χαμηλότερο κόστος για τον τελικό πελάτη και αυτό συγκαταλέγεται στα θετικά του. Από το σχέδιο πηγάζει το όραμα της «διαδικτυομένης Ηπείρου» και της ενιαίας Ευρώπης σε επίπεδο ICT που θα έχει ως αποτέλεσμα την ισχυροποίηση και την επανάκτηση της χαμένης ηγετικής θέσης της Ευρώπης, στον τομέα αυτό. Το σχέδιο, εκτός των άλλων, προάγει τη ρύθμιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πλέον, και δίνει μία λάμψη ελπίδας για μία πραγματικά ενιαία ευρωπαϊκή εφαρμογή των ρυθμίσεων, χωρίς αρνητικά φαινόμενα τοπικών «ιδιαιτεροτήτων», άνισης πρόσβασης και καθυστερήσεων εφαρμογής ρυθμίσεων με αναπτυξιακό χαρακτήρα.
Ωστόσο, η απλούστευση των κανόνων για τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, πανευρωπαϊκά, και η απορρύθμιση των κυρίων παρόχων, που επίσης αποτελεί μέρος του σχεδίου, σε συνάρτηση με το διεθνές οικονομικό κλίμα και τις ιδιαιτερότητες των τοπικών αγορών είναι πιθανόν να επηρεάσει αρνητικά τον υγιή ανταγωνισμό και να οδηγήσει τις τοπικές αγορές προς το μονοπώλιο, μέσα από το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί η επιθυμητή ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών στην Ευρώπη. Επιπλέον, υπάρχουν σημεία που πρέπει να αντιμετωπιστούν με σκεπτικισμό, όπως π.χ. η πρόταση για δικτυακή ουδετερότητα. Παρά το ότι, όλοι συμφωνούμε ότι ο εκδημοκρατισμός του παγκόσμιου ιστού θα πρέπει να παραμείνει ως πραγματικότητα, βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη περίοδο που θα πρέπει να αποφασίσουμε, εάν στο πλαίσιο των νέων απαιτητικών εφαρμογών σε χωρητικότητα, το ανοικτό διαδίκτυο μπορεί να συνεχίσει να υποστηρίζεται και επιχειρηματικά και υπό ποιους όρους. Αξίζει να αναφερθεί η πρόσφατη ανακοίνωση μεγάλου τηλεπικοινωνιακού παρόχου στη Γερμανία ο οποίος μίλησε για εισαγωγή χρεώσεων υψηλής χρήσης διαδικτύου. Σε συνέχεια αυτής της κίνησης εκφράστηκαν σοβαροί προβληματισμοί πανευρωπαϊκά, ακόμη και σε πολιτικό επίπεδο, σχετικά με το αν θα πρέπει να υπάρξει χρέωση ή μη στο εξής. Σίγουρα θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η μη χρέωση της υψηλής χρήσης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, χρήστες με χαμηλή ή κανονική χρήση να «επιδοτούν» χρήστες με υψηλή χρήση.
Ένα σημαντικό και θετικό σημείο του σχεδίου είναι η αναφορά στη διασφάλιση ισοδύναμης πρόσβασης στα δίκτυα και τις υποδομές των κυρίων παρόχων, ένας τομέας που σήμερα πάσχει και επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της αγοράς. Αυτό όμως δεν πρέπει να συνοδεύεται με αύξηση του κόστους πρόσβασης στο δίκτυο χαλκού, το οποίο είναι ήδη αυξημένο. Τα τελευταία χρόνια οι κύριοι πάροχοι, ιδιοκτήτες του δικτύου χαλκού έχουν εισπράξει εκατοντάδες εκατομμύρια από τους εναλλακτικούς παρόχους και τους καταναλωτές, αλλά οι περισσότεροι δεν έχουν επενδύσει στην βελτίωση αυτού του δικτύου. Τελειώνοντας θέλω να αναφέρω πως το σχέδιο χρήζει συζήτησης και ανάλυσης πριν προχωρήσει και τέτοια σημαντικά σχέδια πρέπει πρώτα να τίθενται σε δημόσια διαβούλευση.»