Η συζήτηση για τις αλλαγές στο πλαίσιο που διέπει τις Επικοινωνίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι τυχαία. Στις αρμόδιες υπηρεσίες αλλά και σε όλες τις συνιστώσες της συγκεκριμένης αγοράς προκαλεί πλέον έντονη ανησυχία το γεγονός ότι η Ευρώπη υστερεί σημαντικά στην ανάπτυξη των Επικοινωνιών και ειδικά των ασύρματων, έναντι της Αμερικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται γενικότερα στη συνολική ανάπτυξη και την ευημερία της γηραιάς ηπείρου.
Τα συμπεράσματα της πρόσφατης έκθεσης της GSMA (Ένωσης για το GSM) με τον τίτλο «Mobile Wireless Performance in the EU και US» δεν αφήνουν περιθώριο για εφησυχασμό σε μια Ε.Ε. όμως που δεν διαθέτει τη δυνατότητα γρήγορων αποφάσεων.
Βάσει της προαναφερόμενης έκθεσης στο τέλος του τρέχοντος έτους η διείσδυση του LTE στην Αμερική θα προσεγγίσει το 18,9% ενώ στην Ευρώπη μόλις το 1,7%! Βεβαίως υπάρχουν χώρες που έχουν κάπως προχωρήσει (π.χ. Σουηδία) και κάποιες που έχουν κάνει ελάχιστα βήματα.
Σύμφωνα επίσης με την ίδια έκθεση το 2013 οι καταναλωτές στην Αμερική θα έχουν χρησιμοποιήσει το διπλάσιο όγκο δεδομένων ανά σύνδεση, από ότι στην Ευρώπη. Το 2012 στην Βόρειο Αμερική η μέση ταχύτητα μετάδοσης δεδομένων μέσω κινητού ήταν 2,6 Kbps και στην Δυτική Ευρώπη 1,5 Kbps, ενώ αν κάτι δεν αλλάξει, η εκτίμηση είναι ότι μέχρι το 2017 στην Αμερική η μέση ταχύτητα μετάδοσης δεδομένων θα φθάσει 14,4 Kbps και στην Ευρώπη μόνον τα 7 Kbps, δηλαδή το μισό!
Από τα στοιχεία της συγκεκριμένης έκθεσης γίνεται σαφές ότι στην Ευρώπη οι καταναλωτές πληρώνουν λιγότερο για κινητές υπηρεσίες από ότι στην Αμερική, όχι όμως γιατί απολαμβάνουν φθηνότερα τιμολόγια, αλλά γιατί κάνουν λιγότερη χρήση, προφανώς λόγω της μη ικανοποιητικής εξέλιξης υπηρεσιών και δικτύων. Το μέσο έσοδο ανά συνδρομητή το μήνα στην Ευρώπη είναι 38 δολ. ενώ στην Αμερική 69 (στη χώρα μας είναι περίπου 30 δολ.). Η μέση χρήση στην Ευρώπη είναι τα 170 λεπτά ανά συνδρομητή (το μήνα, στοιχεία 2012) και στην Αμερική 901 λεπτά. Το μέσο έσοδο ανά λεπτό ομιλίας στην Αμερική είναι 0,03 δολ. και στην Ευρώπη 0,1 δολ. (στην Ελλάδα 0,08 δολ.). Οι Αμερικάνοι καταναλωτές πληρώνουν στην ουσία λιγότερο, αλλά χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες περισσότερο καθώς έχουν περισσότερες επιλογές σε δίκτυα – ταχύτητες και υπηρεσίες.