«Δεν χωράει καμία απολύτως αμφιβολία ότι δεν υφίσταται το δίλημμα ανταγωνισμός ή επενδύσεις, όπως τεχνηέντως επιχειρείται να τεθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα» σημειώνει ο Γιάννης Καβακλής, Γενικός Διευθυντής Στρατηγικής της Forthnet και συμπληρώνει «H διεθνής εμπειρία έχει περίτρανα αποδείξει ότι όσο καλύτερες, πιο σταθερές και πιο διαφανείς είναι οι συνθήκες ανταγωνισμού σε μια αγορά, τόσο πιο ελκυστική σε επενδύσεις είναι η αγορά αυτή. Παραδείγματα προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν και σε παρόμοιες με τις τηλεπικοινωνίες αγορές, όπως της υπό απελευθέρωση αγοράς της ενέργειας, όπου έχει επιβληθεί ο πλήρης διαχωρισμός της λιανικής από τα δίκτυα διανομής και μεταφοράς, ώστε να επιτευχθεί η διαφάνεια και ο υγιής ανταγωνισμός με ταυτόχρονη ενίσχυση των επενδύσεων».
Ολόκληρο το σχόλιο του Γιάννη Καβακλή έχει ως εξής:
«Για να απαντηθεί κατά πόσο η ρύθμιση μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο ή κίνητρο για επενδύσεις, αρκεί να ανατρέξει στους στόχους που εξυπηρετεί η ρύθμιση όπως αυτή ισχύει σήμερα σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Οι ειδικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών, επιβάλλουν την ύπαρξη “ex ante” κανόνων προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο ανταγωνισμός. Θα πρέπει συνεπώς να έχουμε βαθιά συνείδηση ότι η βελτίωση της εικόνας της αγοράς τα τελευταία έτη, η ταχεία διείσδυση της ευρυζωνικότητας, η μείωση των τιμών με την ταυτόχρονη αύξηση των επιλογών για τον καταναλωτή, ήρθαν ως αποτέλεσμα της εισαγωγής κανόνων ανταγωνισμού στις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Μας εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός ότι το έτος 2013, με αφορμή την ανάπτυξη δικτύων νέας γενιάς, εξετάζεται η απομάκρυνση από την ex ante ρύθμιση, αντί να εξετάζονται οι επιλογές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις σχετικές επενδύσεις. Έτσι καταλήξαμε να αναλωνόμαστε σε μια ατελέσφορη συζήτηση για τη χαλάρωση των υφιστάμενων κανόνων, ως μέσο ενίσχυσης των επενδυτικών επιλογών. Τούτο μάλιστα, ενώ οι σημαντικότερες επενδύσεις στην χώρα μας στον κλάδο, οι οποίες ξεπέρασαν τα 2 δισ. Ευρώ για τους εναλλακτικούς παρόχους, πραγματοποιήθηκαν ακριβώς στο πλαίσιο του καθεστώτος ex ante ρύθμισης. Οι πρόσφατες επενδύσεις (πολλές μάλιστα μόλις ολοκληρώνονται) των εναλλακτικών παρόχων δημιούργησαν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, τις οποίες και οφείλουμε να προστατέψουμε με κάθε τρόπο εάν θέλουμε να έχουμε την δυνατότητα να προσελκύσουμε νέα κεφάλαια και νέους επενδυτές για οποιοδήποτε μελλοντικό δίκτυο. Η συζήτηση αυτή δεν είναι ελληνική, είναι πανευρωπαϊκή και τα διλήμματα ισχύουν για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Αγοράς, το μέλλον των εναλλακτικών παρόχων και την πορεία των επενδύσεων. Εντέλει όμως αφορά την αγορά που τελικά θα δημιουργήσουμε για τους ευρωπαίους καταναλωτές με τις ρυθμιστικές επιλογές μας.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δυστυχώς στην Ελλάδα ακόμη, παρά τη βελτίωση των υπηρεσιών και των επιλογών για τον τελικό χρήστη σταθερών επικοινωνιών, η πραγματική κατάσταση στη χονδρική πρόσβαση έχει ακόμα πολλά προβλήματα. Ο ΟΤΕ κατέχει και διαχειρίζεται το δίκτυο πρόσβασης ανταγωνιζόμενος ταυτόχρονα, ως καθετοποιημένη επιχείρηση, τους παρόχους στους οποίους παρέχει χονδρική πρόσβαση στο δίκτυο έναντι αδρού αντιτίμου.
Οποιαδήποτε συζήτηση για αύξηση αυτής της τιμής αποτελεί πρόκληση, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για απαρχαιωμένες, ήδη αποσβεσθείσες υποδομές χαλκού, οι οποίες δεν αντέχουν να υποστηρίξουν ούτε υπηρεσίες IPTV (άλλωστε και ο ίδιος ο ΟΤΕ επέλεξε να προωθεί την δορυφορική μετάδοση). Οι εναλλακτικοί πάροχοι παραμένουν εξαρτημένοι από τη διάθεση του ΟΤΕ να τηρεί περισσότερο ή λιγότερο το ρυθμιστικό πλαίσιο αναφορικά με τους όρους χονδρικής πρόσβασης, αντιμετωπίζοντας αδικαιολόγητα κόστη, αλλά και πλήθος σοβαρότατων προβλημάτων που δεν υφίστανται για το λιανικό άκρο του ΟΤΕ.
Η μέχρι σήμερα εμπειρία μας, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το ότι η χαλάρωση των κανόνων της ρύθμισης θα επέφερε επιδείνωση στους όρους χονδρικής πρόσβασης, με αρνητικές συνέπειες για τους καταναλωτές. Επιπλέον, η χαλάρωση των “ex ante” περιορισμών στους οικονομικούς όρους της παρεχόμενης πρόσβασης, με την ελπίδα ότι ο ΟΤΕ θα προχωρήσει κάποτε σε επενδύσεις σε δίκτυα νέας γενιάς δεν βασίζεται σε κανένα απτό στοιχείο. Στο μεταξύ θα εξακολουθεί να διατηρεί ως μη όφειλε τα προνόμιά του στο υποσυντηρημένο βασικό δίκτυο πρόσβασης. Αδυνατούμε λοιπόν να κατανοήσουμε τη λογική οικονομικής ενίσχυσης του «ενοποιημένου χονδρικού και λιανικού» κυρίαρχου παρόχου σε βάρος των ανταγωνιστών του. Αντίθετα, θεωρούμε ότι μπορούμε να γυρίσουμε σελίδα με θεσμικές πρωτοβουλίες και τη δημιουργία κανόνων που θα ευνοούν τις συνεπενδύσεις σε δίκτυα νέας γενιάς. Η προώθηση των συν-επενδύσεων σε δίκτυα νέας γενιάς είναι πιο πιθανό να πραγματοποιηθεί εάν δεν υπάρχει μονομερής ενίσχυση του «ενοποιημένου χονδρικού και λιανικού» κυρίαρχου παρόχου.
Η πρόταση της Forthnet είναι σαφής και για εμάς φαντάζει μονόδρομος. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου δικτύου με ίσους κανόνες πρόσβασης για όλους, όπου οι επενδύσεις θα εξασφαλίζουν την αναγκαία απόδοση, και θα υπάρχει ισότιμη πρόσβαση των παρόχων, με αποτέλεσμα τη στροφή του ανταγωνισμού στις υπηρεσίες και ωφελούμενο τον τελικό καταναλωτή. Πρότασή μας είναι ότι θα πρέπει να είναι ένα μείγμα τεχνολογιών, που περιγράφοντάς το απλά θα ήταν FTTH στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων, χρήση του VDSL σε περιοχές που δεν είναι ικανοποιητική η οικονομική απόδοση ενός FTTH δικτύου, και ADSL στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Αν δεν συμβεί αυτό, μονόδρομο αποτελεί ο λειτουργικός και λογιστικός διαχωρισμός του δικτύου του κυρίαρχου παρόχου.»
Για τη Σύσταση της ΕΕ και την άποψη που έχει διατυπωθεί από το BEREC:
«Καταρχάς θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει νέα Σύσταση, υπάρχει σχέδιο σύστασης το οποίο τελεί ακόμη υπό διαβούλευση στα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ έχουν εκφραστεί σοβαρές αντιρρήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό του, τόσο από θεσμικούς παράγοντες, όσο και από παράγοντες της αγοράς αλλά και από το ίδιο το BEREC. Αφορά ένα σημαντικό διάλογο που εξελίσσεται σε όλη την Ευρώπη, ενώ και η ίδια η Επιτροπή εξετάζει με πνεύμα αναθεωρητικό τις ίδιες τις προτάσεις της. Θεωρούμε λοιπόν ότι καλό είναι να μην προτρέχουμε, αλλά να αναμένουμε να δούμε ποιο θα είναι το τελικό κείμενο της Σύστασης.
Πεποίθησή μας είναι ότι η σταθερή, η ξεκάθαρη και αποφασιστική προστασία του ανταγωνισμού μέσω κατάλληλων μέτρων που λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες κάθε αγοράς, όπως η γεωγραφία της, τα οικονομικά χαρακτηριστικά της, το μέγεθός της κλπ, έχει πάντοτε θετική επίδραση και στις επενδύσεις. Υπό την έννοια αυτή θα συμφωνούσαμε με τους στόχους που ευαγγελίζεται το σχέδιο Σύστασης, δηλαδή την ενθάρρυνση των επενδύσεων, την ασφάλεια δικαίου και τη ρυθμιστική σταθερότητα, την προώθηση του ανταγωνισμού και της ενιαίας αγοράς. Δυστυχώς όμως, το περιεχόμενο του σχεδίου της Σύστασης δεν μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι σχετικά με την επίδραση που θα είχε η εφαρμογή του. Διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις αναφορικά με το κατά πόσο οι προτεινόμενες προβλέψεις μπορούν να εξυπηρετήσουν τον διακηρυγμένο σκοπό του σχεδίου της Σύστασης.
Από το σχέδιο της Σύστασης απουσιάζουν οι ρυθμίσεις που διασφαλίζουν την πραγματοποίηση επενδύσεων σε δίκτυα νέας γενιάς, ενώ ταυτόχρονα αποτυγχάνει να εστιάσει σε βασικά ζητήματα, όπως η λήψη μέτρων τόνωσης της ζήτησης για τις παρεχόμενες μέσω δικτύων νέας γενιάς υπηρεσίες.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ανησυχούμε ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις που θα είχε στη αγορά η εφαρμογή της προτεινόμενης Σύστασης εφόσον αυτή δεν βελτιωθεί ουσιωδώς. Σε κάθε περίπτωση, δεν πιστεύουμε ότι η συγκεκριμένη Σύσταση μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ώθηση των επενδύσεων σε δίκτυα νέας γενιάς, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού ή στην ασφάλεια δικαίου σε μια ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά.»