«Το κυριότερο συστατικό για την ανάπτυξη των NGA προς όφελος του καταναλωτή είναι η λειτουργία του υγιούς ανταγωνισμού. Η σύσταση που προτείνεται, αν δεν υιοθετηθούν οι προτάσεις του BEREC, αυξάνει το ρίσκο να χαλάσουμε ότι χτίσαμε στην αγορά τηλεπικοινωνιών τα τελευταία 9 χρόνια και να οδηγηθούμε, αντίθετα, προς το μονοπώλιο.»
Τα παραπάνω επισημαίνει στο σχόλιό του ο Γιώργος Αθηαινίτης, Διευθυντής των διευθύνσεων Υποστήριξης Επιχειρησιακής Διεύθυνσης και Πληροφορικής της Cyta Ελλάδος.
Ολόκληρο το σχόλιο του Γιώργου Αθηαινίτη έχει ως εξής:
«Μπορεί σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πιο ώριμες αγορές τηλεπικοινωνιών, όπου δεν καταγράφονται πλέον σοβαρά θέματα ανταγωνισμού, να χρειάζεται αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο για να προχωρήσουν οι επενδύσεις στα δίκτυα νέας γενιάς. Όχι όμως στην Ελλάδα, όπου πρώτα πρέπει να ωριμάσει η αγορά και να λυθούν τα προβλήματα εφαρμογής του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου. Πιστεύω ότι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο της Ελλάδας, όπως αυτές που συζητούνται, κάθε άλλο παρά θα ωφελήσουν.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στο LLU η Ελλάδα προχώρησε το 2006 ενώ οι πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης μερικά χρόνια προηγουμένως. Όπως και τότε, έτσι και τώρα είμαστε ένα βήμα πίσω.
Στη χώρα μας το υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο δεν αποτελεί εμπόδιο. Απόδειξη είναι ότι έχουν προχωρήσει οι επενδύσεις σε VDSL. Αντιθέτως, ο Ρυθμιστής πρέπει να εξετάσει σοβαρά τα προβλήματα που υπάρχουν και δημιουργούν στρέβλωση στην αγορά υπέρ του Incumbent. Για παράδειγμα σε σχέση με το VDSL οι τιμές που πρότεινε ο ΟΤΕ και ενέκρινε ο Ρυθμιστής δημιουργούν ξεκάθαρη συμπίεση περιθωρίου κέρδους (margin squeeze) στην αγορά.
Πέραν αυτού υπάρχουν και άλλα θέματα παραβίασης του ρυθμιστικού πλαισίου και της υπάρχουσας σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα NGN. Κυριότερο παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι τα χονδρικά προϊόντα VDSL που διαθέτει ο ΟΤΕ στους εναλλακτικούς παρόχους δεν είναι τεχνολογικά ουδέτερα και ευνοούν την παλαιά τεχνολογία PSTN για την παροχή τηλεφωνίας, αφού υποχρεώνουν τους εναλλακτικούς παρόχους που έχουν επενδύσει στη νέα ψηφιακή IP τεχνολογία να πληρώνουν μέρος του βρόχου, τον οποίο δεν χρειάζονται και δεν χρησιμοποιούν. Αυτό εκτός από το ότι καταπατά το ρυθμιστικό πλαίσιο, απαξιώνει τις επενδύσεις που κάποιοι πάροχοι έκαναν στη νέα τεχνολογία, αναβαθμίζοντας τεχνολογικά και τις υποδομές της Ελλάδας, και αποτρέπει τους υπόλοιπους παρόχους να επενδύσουν στη ψηφιακή IP τεχνολογία.
Φανταστείτε εάν υπάρχουν σήμερα τα πιο πάνω προβλήματα, τι θα γίνει με ένα ευνοϊκότερο ρυθμιστικό πλαίσιο προς τους Incumbents.»
Για τη Σύσταση της ΕΕ και την άποψη που έχει διατυπωθεί από το BEREC:
«Σε γενικές γραμμές, συμφωνώ με την τοποθέτηση του BEREC πάνω στο σχέδιο σύστασης. Όλα όσα αναφέρουν είναι σημαντικά.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι στα κράτη της Ευρώπης υπάρχει διαφορετικό επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης και ωριμότητας της αγοράς τηλεπικοινωνιών. Υπάρχουν επίσης διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά και διαφορετική νομοθεσία και ρύθμιση. Αυτό καθιστά σχεδόν αδύνατο να μπορέσει κάποιος να εκδώσει μία σύσταση που να αγγίζει τόσο σοβαρά ζητήματα και αυτή να έχει, ταυτόχρονα, θετικό αντίκτυπο και αύξηση των επενδύσεων σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Άρα η θέση του BEREC, ότι δηλαδή πρέπει να υπόκειται στις ρυθμιστικές αρχές κάθε χώρας, το πότε και το πώς θα εφαρμόσουν τη σύσταση, είναι σοφή.
Μιλάμε για Ex-Post έλεγχο τιμών αντί Ex-Ante και για «Equivalence of Input». Το «Equivalence of Input» χρησιμοποιείται από τη Μεγάλη Βρετανία, στην οποία έχει εφαρμοστεί λειτουργικός διαχωρισμός από τη ΒΤ. Στην Ελλάδα έχουμε ξεκάθαρες ενδείξεις για διάκριση του ΟΤΕ υπέρ του λιανικού του άκρου σε πολλά θέματα, η οποία στρεβλώνει τον ανταγωνισμό στην αγορά. Από την άλλη πλευρά, ο Ρυθμιστής καθυστερεί πολύ να εξετάσει και να διεξάγει ακροάσεις στις καταγγελίες των εναλλακτικών παρόχων. Καταλαβαίνετε και εσείς ότι το χάσμα που υπάρχει μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, όπου η εφαρμογή είναι επιτυχής, ή άλλων πιο αναπτυγμένων χωρών και της Ελλάδας, είναι τεράστιο. Η επιτυχής εφαρμογή του «Equivalence of Input» στην όποια χώρα, προϋποθέτει την εφαρμογή του non discrimination καθώς και μία ώριμη και ισορροπημένη αγορά. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε κανένα από τα δύο.
Το κυριότερο συστατικό για την ανάπτυξη των NGA προς όφελος του καταναλωτή είναι η λειτουργία του υγιούς ανταγωνισμού. Η σύσταση που προτείνεται, αν δεν υιοθετηθούν οι προτάσεις του BEREC, αυξάνει το ρίσκο να χαλάσουμε ότι χτίσαμε στην αγορά τηλεπικοινωνιών τα τελευταία 9 χρόνια και να οδηγηθούμε, αντίθετα, προς το μονοπώλιο.»