Για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για άμεσες επενδύσεις χρειάζεται να συμπεριληφθούν στο σχέδιο Σύστασης επιπλέον τροποποιήσεις, επισημαίνει στην τοποθέτησή της η Ειρήνη Νικολαΐδη, Νομική Σύμβουλος Ομίλου ΟΤΕ – Εκτελεστική Γενική Διευθύντρια Νομικών και Ρυθμιστικών Θεμάτων Ομίλου ΟΤΕ.
Όπως υπογραμμίζει αναγκαίο είναι «να υπάρξει μεγαλύτερη σαφήνεια στον ορισμό του ελέγχου οικονομικής εναλλαξιμότητας και διαφάνεια στον τρόπο εφαρμογής του ελέγχου αυτού με σαφείς χρονικούς περιορισμούς κατά την εφαρμογή του από μία ρυθμιστική αρχή σύμφωνα με την αρχή του «ισοδύναμα αποτελεσματικού παρόχου» και χωρίς αυθαίρετες προσαρμογές. Επιπρόσθετα οι όροι που τίθενται για την άρση της υποχρέωσης κοστοστρέφειας να συμπεριλαμβάνουν εναλλακτικά του Equality of Inputκαι το Equality of Output σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας».
Η Ευρώπη μένει πίσω στην ανάπτυξη τηλεπικοινωνιακών Δικτύων Νέας Γενιάς, κυρίως δικτύων οπτικών ινών. Οι παγκόσμιοι ανταγωνιστές της (ΗΠΑ, Ασία) αρχίζουν να την ξεπερνούν. Αυτό έχει ως αντίκτυπο τη μείωση της ανταγωνιστικότητας και προφανείς επιπτώσεις στην οικονομία της Ευρώπης.
Γιατί όμως η ανάπτυξη δικτύων Νέας Γενιάς στην Ε.Ε. δεν προχωράει τόσο γρήγορα όσο αλλού; Αυτό που κατάλαβε -έστω και καθυστερημένα- η Ε.Ε. είναι ότι ρύθμισε τόσο βαριά τους παρόχους που είχαν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε νέα δίκτυα, που τελικά κατάφερε να τους αποθαρρύνει από το να επενδύσουν σε αυτά. Γι’ αυτό και πλέον η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που έχει εκφραστεί από την ίδια την αντιπρόεδρο της, Neelie Kroes, είναι ότι υπάρχει ανάγκη να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο της ρύθμισης του κατεστημένου παρόχου για να προχωρήσουν οι επενδύσεις για τα δίκτυα νέας γενιάς. Αυτό αποτελεί και πάγια θέση του ΟΤΕ, την οποία έχει επανειλημμένως διατυπώσει και υποστηρίξει.
Δυστυχώς, από τη θεωρία στην πράξη η απόσταση είναι τεράστια, ειδικά όταν εμπλέκονται γραφειοκρατικοί μηχανισμοί, ευρωπαϊκοί ή εγχώριοι. Ο στόχος να κατασκευαστούν δίκτυα οπτικών ινών από τις εταιρείες που μπορούν να επενδύσουν, κινδυνεύει να κολλήσει στη γραφειοκρατία και τους ρυθμιστές, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, που δείχνουν προσκολλημένοι στην εποχή που τα δίκτυα είχαν ήδη αναπτυχθεί και στόχος της ρύθμισης ήταν τα μονοπώλια.
Οι εταιρείες, για να δεχθούν να επενδύσουν στην κατασκευή νέων δικτύων, ζητούν σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο και άρση των ρυθμιστικών εμποδίων που μέχρι σήμερα αποτελούν κύρια προσκόμματα. Όμως, παρά την καλή θέληση για διαμόρφωση ενός πιο φιλικού για τις επενδύσεις περιβάλλοντος, αλλά και ενός ομοιόμορφου περιβάλλοντος μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών, είναι σαφές ότι το σχέδιο της Σύστασης της Ε.Ε. για την ενθάρρυνση των επενδύσεων προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις τάσεις και απόψεις των διαφορετικών εταίρων, κατεστημένων παρόχων, εναλλακτικών παρόχων, εθνικών ρυθμιστικών αρχών και της ίδιας της Ε.Ε. Και καθώς οι τάσεις και οι απόψεις είναι αντίρροπες, δεν βρίσκεται λύση. Στο κείμενο υπάρχουν θετικά στοιχεία, αλλά σε πολλά σημεία υπάρχει ασάφεια και μεγάλο περιθώριο εφαρμογής ρυθμίσεων από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές που μπορεί να έχουν το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Για παράδειγμα, η πρόταση της Ε.Ε. για άρση της υποχρέωσης κοστοστρέφειας για τις υπηρεσίες χονδρικής μέσω ευρυζωνικών μέσω δικτύων νέας γενιάς θεωρείται θετική. Αντίστοιχα, η προτεινόμενη ομοιομορφία στην μεθοδολογία κοστολόγησης των προϊόντων αδεσμοποίητης πρόσβασης, που να οδηγεί σε σταθερές μηνιαίες τιμές, κρίνεται, επίσης, ως θετική.
Είναι προφανές ότι οι προτάσεις της Ε.Ε. θα πρέπει να συνδέονται και με υποχρεώσεις του παρόχου – επενδυτή για μη διακριτική μεταχείριση προς τους εναλλακτικούς παρόχους ούτως ώστε να διασφαλίζεται ο ανταγωνισμός. Όμως, το εύρος των προϋποθέσεων που τίθενται από την Ε.Ε. για την εξασφάλιση της μη διακριτικής μεταχείρισης, αλλά και η ασάφεια που υπάρχει στον ορισμό των προϋποθέσεων αυτών μπορούν τελικά να αποδειχθούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη των νέων δικτύων.
Ειδικότερα, το σχέδιο Σύστασης ορίζει ως μία από τις προϋποθέσεις για την άρση της υποχρέωσης κοστοστρέφειας την επιβολή της μη διακριτικής μεταχείρισης στην βάση του Equivalence of Input. Αυτό σημαίνει ότι, για την παροχή των υπηρεσιών χονδρικής ο πάροχος-επενδυτής θα πρέπει όχι μόνο να εξασφαλίζει στους εναλλακτικούς παρόχους τα ίδια συστατικά προϊόντα με τη λιανική του αλλά επιπλέον θα πρέπει να χρησιμοποιεί για την παροχή υπηρεσιών ίδια συστήματα και διαδικασίες. Αυτό σημαίνει ριζική αλλαγή στον τρόπο παροχής των υπηρεσιών και σημαντικό επιπλέον κόστος για την ανάπτυξη νέων συστημάτων και διαδικασιών που θα επιβαρύνει όλους τους συνδρομητές, λιανικής και χονδρικής.
Επιπλέον, τίθεται ως προϋπόθεση για την άρση της κοστοστρέφειας τα χονδρικά προϊόντα να παρέχονται μετά από έλεγχο τεχνικής και οικονομικής επαναληψιμότητας. Αν η έννοια της τεχνικής επαναληψιμότητας (technical replicability) μπορεί να οριστεί με σχετική σαφήνεια, η έννοια της οικονομικής επαναληψιμότητας (economic replicability) είναι εντελώς ασαφής και μπορεί να αποτελέσει βασικό σημείο τριβής μεταξύ του παρόχου-επενδυτή και της ρυθμιστικής αρχής και σημαντικό πρόβλημα στην εγκαθίδρυση ρυθμιστικής βεβαιότητας. Όροι όπως «NRAs should assess the most relevant retail products” ή “should identify the most relevant regulated input” ή “adequate reference time period” που αναφέρονται στο σχέδιο της Σύστασης, έχουν μεγάλο περιθώριο ερμηνειών.
Δυστυχώς, η εμπειρία του ΟΤΕ από αντίστοιχα τεστ που πραγματοποιεί η ΕΕΤΤ για έλεγχο συμπίεσης περιθωρίου των προϊόντων λιανικής του αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ΟΤΕ για την παροχή υπηρεσιών λιανικής, με μεγάλες καθυστερήσεις στην έγκριση και ασάφεια στον ορισμό των παραμέτρων του μοντέλου ελέγχου.
Αυτό που θεωρούμε ως απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει η επιζητούμενη ρυθμιστική βεβαιότητα είναι η έννοια της οικονομικής επαναληψιμότητας να καθοριστεί με απόλυτη σαφήνεια στο κείμενο της Σύστασης, καθώς η δυνατότητα καθορισμού της τιμολογιακής πολιτικής από την πλευρά του παρόχου – επενδυτή είναι το κρισιμότερο ζητούμενο πριν προχωρήσει σε επενδύσεις.
Στις θέσεις του για το σχέδιο Σύστασης της Ε.Ε., που δημοσίευσε πρόσφατα το BEREC (το Σώμα Ευρωπαίων Ρυθμιστών), απορρίπτει στην πράξη το στόχο της Ε.Ε. για Ευρωπαϊκή σύγκλιση. Οι Ευρωπαϊκές Ρυθμιστικές Αρχές θέλουν να διατηρήσουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τις ρυθμιστικές τους αποφάσεις με βάση τις ιδιομορφίες που θεωρούν ότι παρουσιάζει η χώρα τους. Αυτή η προσέγγιση όμως έχει ένα επιπλέον μειονέκτημα: όσο μεγαλύτερο εύρος ρυθμιστικών μέτρων δίνεται στις Ρυθμιστικές Αρχές, τόσο μεγαλύτερη ρυθμιστική αβεβαιότητα έχει ο πάροχος-επενδυτής, καθώς δεν μπορεί να γνωρίζει ποιο μέτρο τελικά θα επιλέξει ο εθνικός ρυθμιστής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σχόλιο του BEREC ότι, επιπλέον του εκ των προτέρων ελέγχου οικονομικής εναλλαξιμότητας, θα πρέπει να μπορεί η ρυθμιστική αρχή να πραγματοποιεί και ελέγχους αποφυγής συμπίεσης περιθωρίου κέρδους, με βάση το μοντέλο που έχει η ίδια αναπτύξει. Θα πραγματοποιεί δηλαδή δύο ελέγχους ώστε να εγκρίνει τις τιμές λιανικής του παρόχου-επενδυτή. Αποτέλεσμα; αντί για χαλάρωση, αύξηση της ρύθμισης, άρα αποθάρρυνση των επενδύσεων.
Συμπερασματικά, ο ΟΤΕ θεωρεί ότι το σχέδιο Σύστασης εμπεριέχει ορισμένα θετικά στοιχεία, όμως για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για άμεσες επενδύσεις θα πρέπει να συμπεριληφθούν επιπλέον τροποποιήσεις. Συγκεκριμένα, να υπάρξει μεγαλύτερη σαφήνεια στον ορισμό του ελέγχου οικονομικής εναλλαξιμότητας και διαφάνεια στον τρόπο εφαρμογής του ελέγχου αυτού με σαφείς χρονικούς περιορισμούς κατά την εφαρμογή του από μία ρυθμιστική αρχή σύμφωνα με την αρχή του «ισοδύναμα αποτελεσματικού παρόχου» και χωρίς αυθαίρετες προσαρμογές. Επιπρόσθετα οι όροι που τίθενται για την άρση της υποχρέωσης κοστοστρέφειας να συμπεριλαμβάνουν εναλλακτικά του Equality of Input και το Equality of Output σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.
Τότε και μόνο τότε ο πάροχος – επενδυτής θα έχει τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις ότι οι ρυθμιστικές συνθήκες είναι κατάλληλες για επενδύσεις και δεν θα βρεθούμε να συζητάμε για το ίδιο ζήτημα δύο χρόνια μετά ενώ η Ευρώπη και η Ελλάδα θα μένουν πίσω, χαμένες στα γρανάζια της ρύθμισης.