Καλύτερες επιδόσεις, έστω και οριακά στη συνολική βαθμολογία, όσον αφορά στη διακίνηση ανθρώπινου δυναμικού, την ανταλλαγή ιδεών και τεχνολογίας και την πολιτιστική ένταξη παρουσίασε η Ελλάδα το 2012, σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση της Ernst & Young «Looking beyond the obvious: globalization and new opportunities for growth».
Ωστόσο, παρά την οριακή βελτίωση κατά 0,01 βαθμό από το 2011, η Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες αναπτυσσόμενες αγορές, έχασε μια θέση στην παγκόσμια κατάταξη και κατετάγη στην 35η θέση στο Δείκτη Παγκοσμιοποίησης 2012.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η βελτίωση έναντι του 2011 στη χώρα μας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μεγαλύτερη διείσδυση της ευρυζωνικότητας και την αύξηση των χρηστών του διαδικτύου. Επίσης, εμφάνισε καλύτερη επίδοση ως προς το μέγεθος των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 23,5% σε 26,7%). Όπως αναφέρεται επίσης στην ίδια έκθεση μετά από 5 χρόνια οικονομικής ύφεσης, η Ελλάδα αντιμετωπίζει περαιτέρω οικονομική συρρίκνωση εν μέσω συνεχιζόμενης δημοσιονομικής λιτότητας. Το εμπορικό ισοζύγιο θα συνεχίσει να βελτιώνεται, με ιδιαίτερα αδύναμες εισαγωγές λόγω της ύφεσης της εγχώριας ζήτησης, αλλά και καλύτερες εξαγωγικές επιδόσεις λόγω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.
Στα υπόλοιπα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της Ernst & Young οι χώρες BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα) ανταγωνίζονται νέους αναδυόμενους «παίκτες» που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση. Η τεχνολογία και η ανταλλαγή ιδεών βασικοί παράγοντες ανάπτυξης της παγκοσμιοποίησης. Παραμένουν οι ανησυχίες ότι ο προστατευτισμός στις ανεπτυγμένες χώρες και τις BRIC ενδέχεται να αυξηθεί το 2013.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται οι ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές εκτός BRIC βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των παγκόσμιων επιχειρήσεων καθώς επικρατεί η αντίληψη ότι μια σειρά από εμπορικά, επενδυτικά, τεχνολογικά και πολιτιστικά κριτήρια που διαθέτουν ενσωματώνονται ταχύτερα στην παγκόσμια οικονομία, σε σύγκριση με τις χώρες BRIC. Οι αγορές αυτές επιτυγχάνουν επίσης σταθερά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στα ίδια επίπεδα με τις κορυφαίες χώρες BRIC. Η Τουρκία, το Μεξικό και η Ινδονησία ακολουθούν σε μικρή απόσταση την Κίνα και την Ινδία όσον αφορά στην αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ 2000 και 2015. Το Περού, η Κολομβία, η Βενεζουέλα, η Μαλαισία και το Βιετνάμ, όπως και αρκετές χώρες και περιοχές της Αφρικής προετοιμάζονται να συμπεριληφθούν μεταξύ των πιο δυναμικών χωρών παγκοσμίως, όσον αφορά στις επενδύσεις.
Το ποσοστό των στελεχών που θεωρούν τις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές εκτός των BRIC ως τη σημαντικότερη πηγή νέων εσόδων σχεδόν διπλασιάστηκε στο 45% από 26% που ήταν πριν τρία χρόνια. Ανάλογες είναι και οι προοπτικές, για τη Νότια Αφρική, την Ινδονησία, το Μεξικό και την Τουρκία, οι οποίες, χαρακτηρίζονται ως οι πιο ανταγωνιστικές περιοχές. Στελέχη από όλες τις γεωγραφικές περιοχές εκτιμούν ότι θα αυξήσουν τις επενδύσεις τους σε αυτές τις αγορές – 82% σχεδιάζουν να το πράξουν, ενώ 4 στους 10 αναμένουν ότι η αύξηση θα ξεπεράσει το 10%.
Σύμφωνα με τον Jim Turley, πρόεδρο και διευθύνων σύμβουλο της Ernst & Young «κορυφαίες εταιρείες προσεγγίζουν πολλές αγορές ταυτόχρονα. Ενώ οι χώρες BRIC παραμένουν ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική τους, τα στελέχη εξετάζουν επίσης προσεκτικά τις ευκαιρίες στις αναδυόμενες αγορές εκτός BRIC, όπου βλέπουν βελτίωση στην ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, τις υποδομές, τις κυβερνητικές πολιτικές και την παραγωγικότητα της εργασίας. Ανακαλύπτουν επίσης ότι μια ενιαία στρατηγική για μια ομάδα αγορών – για παράδειγμα, μια στρατηγική “αναδυόμενων αγορών” – δεν αποδίδει πλέον. Αντίθετα θα χρειασθεί διαφοροποιημένη στρατηγική με αποχρώσεις που θα προσαρμόζεται σε διαφορετικές αγορές, περιοχές, περιφέρειες, τομείς και χώρες.»
Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης πως η καινοτομία και η ανταλλαγή τεχνολογίας και ιδεών μπορεί να δώσει στις ανεπτυγμένες αγορές ένα πλεονέκτημα έναντι των ταχέως αναπτυσσόμενων. Η διάδοση της ευρυζωνικότητας, την κοινωνικής, ψηφιακής και κινητής τεχνολογίας είναι πολύ υψηλότερη σε αυτές τις αγορές, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να διατηρήσουν ένα υψηλό μερίδιο στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.
Ο John Ferraro, global CΟO της Ernst & Young, προσθέτει πώς μια συγκεκριμένη αγορά θα μπορούσε να ωφεληθεί ιδιαίτερα: «Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν ένα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό έκπληξη για την επόμενη δεκαετία, λόγω της ισχυρής ανάκαμψης της εγχώριας παραγωγής, της σημαντικής ανακάλυψης νέων αποθεμάτων σχιστολοθικού φυσικού αερίου που οδηγούν σε μείωση του κόστους της ενέργειας για τους αμερικανούς παραγωγούς, της ανάπτυξης που βασίζεται στην υψηλή τεχνολογία και τις εξαγωγές και της μείωσης των διαφορών του κόστους εργασίας.»