Η κινητή τηλεφωνία είναι ουσιαστικά η φυσική εξέλιξη των ασύρματων επικοινωνιών που στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν καθοριστικό ρόλο. Ας μη ξεχνάμε βέβαια ότι ο πόλεμος επιταχύνει τις εξελίξεις και συνήθως οι στρατιωτικές εφαρμογές είναι κατά κύριο λόγο η ατμομηχανή της τεχνολογίας.
Αν θα θέλαμε να ορίσουμε τη στιγμή όπου γεννήθηκε η κινητή τηλεφωνία με την έννοια της φορητής προσωπικής συσκευής, αυτή ήταν 40 χρόνια πριν και συγκεκριμένα την 3η Απριλίου 1973. Ως τόπος γέννησης είναι η Ν.Υόρκη και πατέρας ο δόκτωρ Μάρτιν Κούπερ της Motorola. Ο πρώτος που πληροφορήθηκε τη γέννησή της, δια στόματος του ίδιου του πατρός, ήταν Τζόελ ΄Ενγκελ, που δούλευε για λογαριασμό της Bell Labs και προσπαθούσε να αναπτύξει πρώτος ένα κινητό τηλέφωνο.
Αν και η Bell έχασε την κούρσα της συσκευής, πήρε τη ρεβάνς το 1978, κατασκευάζοντας το πρώτο δοκιμαστικό εμπορικό δίκτυο κινητής τηλεφωνίας.
Το πρώτο αυτοματοποιημένο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας για εμπορική χρήση λειτούργησε το 1981 στη Σκανδιναβία. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 τα κινητά τηλέφωνα ήταν ογκώδη για να μεταφέρονται στην τσέπη κι έτσι ήταν εγκατεστημένα κυρίως σε αυτοκίνητα.
Στην αρχή της δεκαετίας του ’90 άρχισε η απογείωση των κινητών τηλεφώνων, με την ψηφιοποίηση δικτύων (GSM) και συσκευών. Τα κινητά έγιναν μικρότερα (150-250 γραμμάρια), χαρακτηρίζονταν πλέον χειρός (handsets) και έμπαιναν -έστω και με δυσκολία- στην τσέπη του χρήστη τους. Περάσαμε έτσι στα κινητά της δεύτερης γενιάς (2G), που παρείχαν και άλλες ευκολίες, όπως την αποστολή σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS) και άλλων βασικών λειτουργιών.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, ήλθαν τα κινητά τρίτης γενιάς (3G), με τις απεριόριστες δυνατότητες των πολυμέσων. Σήμερα, η διείσδυση του κινητού τηλεφώνου στον πλανήτη ξεπερνά το 35%, με αλματώδη άνοδο στις φτωχές χώρες του πλανήτη και κυρίως στην Αφρική, η οποία –μαζί με την Κίνα- είναι η δεξαμενή νέων συνδέσεων κινητής.
Στην Ελλάδα η κινητή τηλεφωνία έκανε την εμφάνισή της 20 χρόνια πριν, με την προκήρυξη το 1992 διαγωνισμού από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για τη χορήγηση δύο αδειών. Μία από τις πρωτοτυπίες της διαδικασίας αδειοδότησης ήταν ο αποκλεισμός του τότε κρατικού ΟΤΕ που προκάλεσε πολλά ερωτηματικά και θύελλα διαμαρτυριών. Η επίσημες ερμηνείες ήταν ότι ο δυσκίνητος κρατικός οργανισμός (με χρόνο ανταπόκρισης σε αίτημα νέας σύνδεσης σταθερού τηλεφώνου που έφτανε τα 15 χρόνια), και τα οικονομικά οφέλη, που θα είχε η χώρα από τη χορήγηση των αδειών σε μόνο σε ιδιωτικές εταιρείες. Τελικά, οι δύο άδειες κατακυρώθηκαν με αποκλειστικότητα στην Panafon, και στην ιταλική Stet (με την εμπορική ονομασία Telestet).
H Stet ξεκίνησε την εμπορική της εκμετάλλευση στις 29 Ιουνίου 1993 και η Panafon την 1η Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Η Cosmote, συμφερόντων ΟΤΕ, ήταν o τρίτος παίκτης της αγοράς και η Q, εταιρεία του ομίλου Φέσσα, ο τέταρτος (19 Ιουνίου 2002). H Q στη συνέχεια εξαγοράσθηκε από την TIM (Ιανουάριος 2006) κι έτσι σήμερα δραστηριοποιούνται τρεις εταιρείες, WIND, Vodafone και Cosmote.
Τους πρώτους μήνες του 1993 τα κινητά τηλέφωνα λειτουργούσαν μόνο στην Αττική και τα νησιά του Σαρωνικού. Το κόστος ήταν απαγορευτικό για τους περισσότερους. Οι συσκευές στοίχιζαν (σε αναγωγή σε ευρώ) από 700-1400€, το τέλος ενεργοποίησης 85€, το μηνιαίο πάγιο 40€ και το λεπτό ομιλίας 0,25€. Έτσι, τις πρώτες μέρες του Ιουλίου οι συνδρομητές ήταν μόνο 1.000.
Οι εκτιμήσεις των μοντέλων εμπορικής εκμετάλλευσης που είχαν καταρτιστεί, βασίστηκαν στο μοντέλο της Αργεντινής, γιατί είχε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα (γεωμορφολογία, πληθυσμός, κατά κεφαλήν εισόδημα). Τα αποτελέσματα που εξήχθησαν έβγαζαν εκτιμώμενο αριθμό συνδρομητών για την πρώτη δεκαετία 200.000. Όπως όλοι ξέρουμε, διαψεύστηκαν με τον πιο θεαματικό τρόπο, αφού το 2003, η διείσδυση της κινητής τηλεφωνίας έφτανε το εντυπωσιακό ποσοστό του 82% του πληθυσμού, ενώ το 2006, δεκατρία χρόνια μετά, ήταν εν ενεργεία 13.551.000 κάρτες SIM, κάτι που αναλογικά με τον πληθυσμό ήταν 120,5%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως σε αναλογία πληθυσμού και κινητών τηλεφώνων.
Το γιατί απέτυχε το μοντέλο που είχε αναπτυχθεί από τους ειδήμονες, είναι μετά από αρκετά χρόνια μάλλον προφανές.
- Η Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μόλις εισέρχονταν στην τεράστια οικονομική ανάπτυξη (που σήμερα την αποκαλούμε φούσκα) και ανακάλυπτε την άκρατη κατανάλωση, ενώ ο κάθε Έλληνας είχε τη δυνατότητα να διεκδικήσει την κοινωνική του καταξίωση μέσα από την κατοχή καταναλωτικών αγαθών. Η συγκυρία της εμφάνισης της κινητής τηλεφωνίας, ήταν ιδανική γιατί ο καταναλωτής βρήκε το απόλυτο αντικείμενο του πόθου.
- Μπορούσε να αποκτήσει τηλέφωνο σε μόλις λίγες ώρες, όταν εκείνο τον καιρό, για τη σύνδεση με το σταθερό δίκτυο, χρειαζόταν κατά μέσο όρο 3-4 χρόνια.
- Επίσης, ο κάτοχος ενός κινητού ανέβαινε αυτομάτως πολλά σκαλιά στην κλίμακα του κοινωνικού status.
- Το κινητό, σε αντίθεση με το σταθερό που μοιραζόταν όλη η οικογένεια, έγινε το προσωπικό τηλέφωνο, αυτό που κάποιος μοιράζεται μόνο με τον εαυτό του. Έτσι, η προσωπική επικοινωνία, για πρώτη φορά μετουσιώθηκε σε ένα πραγματικό προσωπικό αντικείμενο.
- Τα SMS, ξεπέρασαν το φράγμα του υψηλού κόστους κλήσης και έκαναν το κινητό προσιτό σε μια τεράστια ηλικιακή κατηγορία των νέων, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσε να αντέξει το κόστος αντίστοιχης φωνητικής επικοινωνίας.
Από τη στιγμή που τα κινητά διείσδυσαν στο νεανικό κοινό, βρήκαν το φυσικό τους target group και έτσι υπήρξε το εύφορο έδαφος για να ξεκινήσει η προσπάθεια για την επέκταση και σε άλλους τομείς εκτός της φωνής.
Στην αρχή ήταν το WAP (Wireless Application Protocol), που -αν και ήταν πολλά υποσχόμενο- αποδείχθηκε πολύ λίγο για τις απαιτήσεις των χρηστών που το 2000, είχαν αρχίσει να ανακαλύπτουν το internet. Σε περιβάλλον WAP, oι σελίδες, με περιεχόμενο ήταν πολύ λίγες, παρουσίαζαν μόνο κείμενο, οι ταχύτητα του GPRS ήταν πολύ αργή και φυσικά η εμπειρία χρήσης των συνδρομητών, που είχαν στη διάθεσή τους μόνο συσκευές με μονόχρωμες οθόνες και μικρές διαστάσεις ήταν απογοητευτική.
Μετεξέλιξη του WAP, ήταν το Vodafone Live! το οποίο, αν και λειτουργούσε κάτω από το πρωτόκολλο WAP, προσέφερε στον χρήστη ένα mini browser και πιο εξελιγμένες συσκευές. Με το Vodafone Live! η εταιρεία, έκανε μία παγκόσμια προσπάθεια να εκπαιδεύσει το κοινό στη χρήση και πρόσβαση στο internet από το κινητό τηλέφωνο. To αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα επιτυχημένο, αφού αγκαλιάστηκε από το νεανικό κοινό.
Η επιτυχία της Vodafone, ώθησε και την Cosmote να κάνει τη δική της κίνηση παρουσιάζοντας τον Ιούνιο του 2004 το i-mode, σε συνεργασία με την Ιαπωνική DoCoMo. Οι συσκευές i-mode είχαν ιδιαίτερα εξελιγμένα χαρακτηριστικά, κυρίως όσον αφορά στις οθόνες τους. Όμως η επιτυχία του δεν ήταν η αναμενόμενη και οι στόχοι δεν επετεύχθησαν. Έτσι, κάπου στα μέσα του 2006 είχε πλέον παροπλιστεί. Τυπικά η Cosmote έπαυσε τη λειτουργία του την 1η Απριλίου του 2010.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου των Vodafone Live! και i-mode, κάτι πολύ νέο μόλις ανέτειλε. Στις 27 Ιανουαρίου 2004, η Telestet ανακοίνωσε την έναρξη εμπορικής διάθεσης της νέας γενιάς δικτύου με το εντυπωσιακό όνομα 3G που έδινε την –εντυπωσιακή για τότε- ταχύτητα των 384 kbps. Το 3G σύντομα υιοθετήθηκε και από την Vodafone και από την Cosmote. Βέβαια, τα δίκτυα 3G ήταν σε εμβρυακό επίπεδο, με μικρή κάλυψη και, όπως είδαμε, με χαμηλές ακόμα ταχύτητες. Το νέο χαρακτηριστικό που είχε διαφημιστεί τότε ως η απόλυτη στροφή προς μια νέα εποχή, ήταν η βιντεοκλήση, όπου εκτός από την τηλεφωνική επικοινωνία υπήρχε η δυνατότητα ο χρήστης να βλέπει το συνομιλητή του και αμφίδρομα. Η υπηρεσία αυτή, αν και θεωρήθηκε ως το κατώφλι για το πέρασμα στη μετά-τη-φωνή-εποχή, τελικά δεν απέδωσε γιατί οι χρήστες γρήγορα απογοητεύτηκαν από τις μέτριες επιδόσεις των δικτύων που δεν ήταν έτοιμα να ανταποκριθούν στις πραγματικές απαιτήσεις. Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι χρήστες (όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως), δεν θεωρούν ότι το κινητό τηλέφωνο είναι αναγκαίο να δίνει και οπτική επικοινωνία, γιατί συνήθως ένα τηλεφώνημα πραγματοποιείται όταν ο χρήστης εκτελεί παράλληλα και κάποια άλλη δραστηριότητα.
Όλα αυτά μέχρι το 2006, χρονιά που το 3G είχε πλέον ωριμάσει από τόσο από πλευράς εξάπλωσης, όσο και ταχύτητας Αν και η βιντεοκλήση είχε πλέον εγκαταλειφθεί, η πρόσβαση στο Internet ήταν πλέον δυνατή σε ιδιαίτερα αξιοπρεπή επίπεδα. Το μόνο θέμα που έμενε να λυθεί ήταν το μέγεθος της οθόνης και η απαλλαγή της συσκευής από το μόνιμο πληκτρολόγιο που καταλάμβανε ζωτικό χώρο.
Αυτό λύθηκε τον Ιούλιο του 2007 με την εμφάνιση του iPhone.
Η συνέχεια είναι γνωστή…