Αντιδρώντας στην πρόταση της τρόικας για την ιδιωτικοποίηση της Cyta, το διοικητικό συμβούλιο της ημικρατικής Κυπριακής εταιρίας Τηλεπικοινωνιών εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία εκδηλώνει την αντίθεσή του σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Με την ανακοίνωση αυτή, τονίζει ότι τυχόν ιδιωτικοποίηση θα έχει σοβαρές παρενέργειες, κοινωνικές και οικονομικές για τη χώρα, ενώ υπερθεματίζοντας δεν παραλείπει να διακηρύξει ότι η Διεύθυνση θα υπερασπιστεί το μέλλον του Οργανισμού και των εργαζομένων.
Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης έχει ως εξής:
Ως Συμβούλιο Γενικής Διεύθυνσης της Cyta, παρακολουθούμε με μεγάλη αγωνία τις εξελίξεις σε σχέση με τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κύπρος και τη γενικότερη οικονομική κρίση που ταλαιπωρεί την κοινωνία μας. Παρακολουθούμε, επίσης, με ανησυχία τις δημόσιες συζητήσεις γύρω από τα σενάρια ιδιωτικοποίησης του Οργανισμού μας, τα οποία προέκυψαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με την Τρόικα.
Ως Διεύθυνση ενός ιστορικού ημικρατικού οργανισμού, όπως είναι η Cyta, υπενθυμίζουμε ότι, σε ανύποπτο χρόνο, είχαμε διαμορφώσει και διατυπώσει ξεκάθαρες θέσεις, όσον αφορά αλλαγές που θα καθιστούσαν τον Οργανισμό πιο ευέλικτο μέσα στην ανταγωνιστική αγορά.
Η Cyta, στα 51 χρόνια ύπαρξής της, δημιούργησε ένα τεράστιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που βρίσκεται στην αιχμή της τεχνολογίας. Ο ρόλος της είναι και κοινωνικός. Έχει υποχρέωση να προσφέρει καθολική πρόσβαση υπηρεσιών σε όλους τους πολίτες και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της χώρας μας (κάτι που έχει πολύ μεγάλο κόστος), όπως επίσης και υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας.
Για να μπορεί ένας οργανισμός ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που δραστηριοποιείται σε ένα τομέα που διαρκώς εξελίσσεται, να διευρύνει το φάσμα των υπηρεσιών του, να είναι ενεργός και να υπηρετεί την αποστολή του, πρέπει να προβαίνει σε συνεχείς επενδύσεις, κάτι που η Cyta πράττει με ίδια κεφάλαια. Όχι μόνο δεν απομυζά τα ταμεία του κράτους, αντίθετα, όλα αυτά τα χρόνια, λειτουργεί ως ένας σταθερός αιμοδότης του, προσφέροντας κάθε χρόνο σημαντικά μερίσματα από τα αποθεματικά και τα κέρδη της, όπως επίσης και υπό μορφή φορολογιών. Η Cyta δημιουργεί τα κέρδη της μέσα από τη σωστή διαχείριση και την ανοδική της πορεία και τα επενδύει στην τεχνολογία και γενικότερα στην ανάπτυξη. Παράλληλα, με την πολύπλευρή της προσφορά, βρίσκεται πάντα στο πλευρό της κοινωνίας.
Ως Συμβούλιο Γενικής Διεύθυνσης, διατηρούμε τη θέση ότι πιθανή ιδιωτικοποίηση της Cyta θα έχει σοβαρές παρενέργειες, κοινωνικές και οικονομικές. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούμε εκτός συζήτησης την πώληση του Οργανισμού σε στρατηγικό επενδυτή, εκτιμώντας ότι η μέχρι σήμερα επιτυχημένη πορεία του, έχει αποδείξει ότι έχει και την τεχνογνωσία και τη θέληση και τους πόρους να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που επιβάλλει το ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η απαίτηση για ταχύρρυθμη ιδιωτικοποίηση με είσοδο στρατηγικού επενδυτή, σημαίνει ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας σε συνθήκες πλειστηριασμού.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τους κινδύνους που πιθανόν να διατρέξει η ασφάλεια του κράτους, που βρίσκεται σε κατάσταση ημικατοχής, όταν πλέον ένας ιδιώτης θα έχει πρόσβαση στα αρχεία, καθώς και στα διεθνή και τοπικά δίκτυα της Cyta.
Η Cyta, που όπως διαχρονικά έχει αποδείξει, στέκεται δίπλα στον κυπριακό λαό στις δύσκολες στιγμές, έτσι και τώρα, είναι πρόθυμη, σε κάθε περίπτωση, να συζητήσει ορθολογικές προσεγγίσεις, με στόχο την αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της χώρας. Ταυτόχρονα, κάνουμε σαφές πως οποιαδήποτε απόφαση θα πρέπει να προκύψει μέσα από ένα ολοκληρωμένο διάλογο, όπου οι θέσεις και οι απόψεις της Cyta θα ληφθούν σοβαρά υπόψη. Ως Διεύθυνση της Cyta, έχουμε καθήκον και υποχρέωση να υπερασπιστούμε το μέλλον του Οργανισμού και τα δικαιώματα των τεσσάρων χιλιάδων οικογενειών υπαλλήλων και συνταξιούχων.
Την ίδια ώρα και υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης, θεωρούμε επιβεβλημένο, όσο ποτέ προηγουμένως, να γίνουν άμεσα οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές, που θα επιτρέψουν στον Οργανισμό να είναι πιο ευέλικτος και ακόμα πιο σύγχρονος, αφαιρώντας όλα τα βαρίδια που τον εμποδίζουν να λειτουργεί, ως μια μεγάλη επιχείρηση, υπό συνθήκες πλήρους και σκληρού ανταγωνισμού.