Γράφει ο Βαγγέλης Παπακωνσταντίνου
Η εύρεση νέων πηγών εισοδήματος είναι βασικό ζητούμενο για τις επιχειρήσεις πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών σήμερα. Ανεξαρτήτως της παρούσας οικονομικής συγκυρίας, γεγονός είναι ότι στη μεν βιομηχανία πληροφορικής οι πηγές εισοδήματος συχνά βρίσκονται εκτός της κύριας δραστηριότητας (βλ. έσοδα από διαφήμιση για την Google ή το facebook) ή βασικά μοντέλα ανατρέπονται (βλ. open source ή Software as a Service), ενώ ο τομέας των τηλεπικοινωνιών είναι ο μόνος της σύγχρονης οικονομίας που καλείται να επιβιώσει ενώ οι χρεώσεις του, σε απόλυτους αριθμούς, μειώνονται αντί να αυξάνονται με το χρόνο.
Γι αυτό το λόγο κάθε επιχείρηση νέων τεχνολογιών προσπαθεί να καινοτομήσει (και) στην ανακάλυψη πηγών εισοδήματος, ώστε να συμπληρωθούν οι υπάρχουσες που φθίνουν ή δεν αποπνέουν σιγουριά για το μέλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο κάποιοι Πάροχοι Πρόσβασης στο Ίντερνετ (ISPs), που χρεώνουν μεν την πρόσβαση αλλά με μικροποσά που διαρκώς συμπιέζονται, σκέφτηκαν μήπως μπορούσαν ν’ αξιοποιήσουν και κάποιο άλλο περιουσιακό τους στοιχείο. Τα στοιχεία κίνησης των πελατών τους στο Διαδίκτυο ήταν το πρώτο που ήρθε στο μυαλό.
Πράγματι, ποιος δε θα ήθελε να γνωρίζει τι sites επισκέπτεται κάθε χρήστης του Ίντερνετ; Οποιοσδήποτε διαφημιστής θα χρυσοπλήρωνε μια τέτοια πληροφορία: η κίνηση καθενός από εμάς στο Ίντερνετ αποκαλύπτει τα πάντα για την προσωπικότητά μας, τις προτιμήσεις μας, τα ενδιαφέροντά μας. Με αυτή την πληροφορία στο desktop μας θα «σερβίρονταν» πληροφορίες κομμένες και ραμμένες στα μέτρα μας.
Έτσι, μερικοί Βρετανοί ISPs, συγκεκριμένα η BT, εγκατέστησαν στο σύστημά τους internet behavioural advertising εφαρμογή – συγκεκριμένα τη Phorm. Η εφαρμογή αυτή αναλύει τα sites που επισκέπτεται κάθε χρήστης-πελάτης του ISP ώστε να δημιουργήσει το προφίλ του. Στη συνέχεια του στέλνει διαφημιστικό υλικό κάθε φορά που επισκέπτεται συγκεκριμένα sites. Το 2008 η ΒΤ παραδέχτηκε ότι χρησιμοποιούσε κατά το 2006 και το 2007 τέτοια εφαρμογή, χωρίς να ενημερώσει τους πελάτες της. Η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας αδράνησε στις καταγγελίες των καταναλωτών, έτσι παρενέβη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που πλέον κάλεσε τη χώρα σε απολογία.
Το πρόβλημα με τη χρήση internet behavioural advertising εφαρμογών από τους ISPs είναι ότι αυτή, λιγότερο ή περισσότερο, απαγορεύεται από τις διατάξεις του Δικαίου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Στην καλύτερη για τους ISPs περίπτωση επιτρέπεται μόνο αφού πάρουν τη, ρητή και ειδική, συγκατάθεση των πελατών τους. Όμως, δύσκολα κάποιος από εμάς θα αποδεχόταν κάτι τέτοιο, έτσι για τις ενέργειες αυτές τηρείται στάση σιωπής. Αν τυχόν αποκαλυφθούν, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Σε κάθε περίπτωση, οι ISPs και άλλοι πάροχοι στην κατοχή των οποίων βρίσκονται δεδομένα μας, πρέπει ν’ αναζητήσουν άλλες πηγές εισοδήματος. Τα δεδομένα που τηρούν, αν τα τηρούν, τηρούνται μόνο για ένα σκοπό, αυτόν της χρέωσης του πελάτη – οποιαδήποτε άλλη χρήση τους απαγορεύεται ρητά. Στο μέλλον αυτό μπορεί να αλλάξει (βλ. data retention), μόνο όμως υπέρ σκοπών ασφαλείας. Το παράδειγμα του Phorm είναι χρήσιμο για να καταδειχθεί ότι, χωρίς εγρήγορση από τους ίδιους τους χρήστες, κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται όσες επιχειρήσεις βρίσκονται σε οικονομικά αδιέξοδα και επεξεργάζονται δεδομένα τους.