Η Ελλάδα συνεχίζει να υστερεί σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο σε μια σειρά από δείκτες, αν και, σύμφωνα με της ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις Επικοινωνίες (Ψηφιακή Ατζέντα) για το 2011, ο ανταγωνισμός στη σταθερή τηλεφωνία και τη σταθερή ευρυζωνικότητα βελτιώνεται.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση της ΕΕ ο ανταγωνισμός στη σταθερή ευρυζωνική αγορά (μέσω τοπικού βρόχου) βελτιώνεται με το μερίδιο του ΟΤΕ τον Ιανουάριο του 2012 να έχει διαμορφωθεί στο 44% από 49% ένα χρόνο πριν. Την ίδια στιγμή το μερίδιο του ΟΤΕ στη φωνή από σταθερά δίκτυα έχει διαμορφωθεί (με βάση πάντα τα στοιχεία της ΕΕ) στο 68,8%.
Η διείσδυση της σταθερής ευρυζωνικότητας τον Ιανουάριο του 2012 ήταν στο 21,8% έναντι 27,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ διείσδυση της κινητής ευρυζωνικότητας είναι στο 36,5% και υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 6,7 ποσοστιαίες μονάδες. Το 2011 47% του ελληνικού πληθυσμού χρησιμοποίησε συχνά το internet, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2010 που ήταν 40%, αλλά πολύ μικρότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου που είναι 68%. Η διείσδυση της κινητής ευρυζωνικότητας μέσω κάρτας SIM είναι στο 3,7%.
Η διείσδυση της κινητής τηλεφωνίας είναι στο 110% έναντι 127% (ευρωπαϊκός μέσος όρος). Ο ανταγωνισμός στην αγορά αυτή χαρακτηρίζεται στάσιμος. Το μερίδιο της Cosmote είναι 49,8%, της Vodafone 26,6% και της Wind 23,6%. Η Cosmote είχε το 2011 το τέταρτο υψηλότερο μερίδιο αγοράς στην Ευρώπη και την τρίτη μεγαλύτερη διαφορά από τον κύριο ανταγωνιστή της.
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση της ΕΕ ο συνολικός τζίρος των τηλεπικοινωνιών το 2011 διαμορφώθηκε χαμηλότερα κατά 6% σε σχέση με το 2010 που ήταν 6,556 δις. ευρώ.
Γενικότερα η ΕΕ επισημαίνει την ανάγκη για διαθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη με άξονα τις τεχνολογίες τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής. Με βάση τα σχετικά στοιχεία το 95% των Ευρωπαίων έχουν πρόσβαση σε σταθερή ευρυζωνική σύνδεση, ενώ καταναλωτές και επιχειρήσεις ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούν το κινητό τους εγκαταλείποντας στο σταθερό.
Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία αναφέρονται ως χώρες που εισάγουν ηλεκτρονικές υπηρεσίες στο δημόσιο προκειμένου να βελτιώσουν τη λειτουργία του, ενώ για τη χώρα μας σημειώνεται ότι επιβάλει βαριά φορολόγηση στις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, καθώς έχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ΦΠΑ στην Ευρώπη (23%).