Στο μέγαρο του ΟΤΕ διεξήχθη το γεύμα που παρέθεσε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος κ.Τσαμαζ προς τους εκπροσωπους του Τύπου, με την ευκαιρία της κοπής της πίττας του Οργανισμού.
Ο κ.Τσαμάζ , μίλησε στους δημοσιογράφους αναπτύσσοντας αναλυτικά την πορεία του Ομίλου από το Νοέμβριο του 2010 που ανέλαβε την Προεδρία, μέχρι και το τέλος του 2011.
Κάνοντας ένα σύντομο απολογισμό, αναφέρθηκε στους κύριους άξονες οι οποίοι ήταν –και συνεχίζουν να είναι, οι βασικοί πυλώνες της στρατηγικής μέσα από την οποία επετεύχθησαν τα αποτελέσματα του Ομίλου, τα οποία -σύμφωνα με τον κ.Τσαμάζ- αποτιμώνται ως θετικά, δεδομένης της δύσκολης και αβέβαιης οικονομικής συγκυρίας, τόσο διεθνώς, αλλά ακόμη περισσότερο και για την Ελλάδα.
Κύριοι άξονες είναι, η Αναδιοργάνωση και ο Εξορθολογισμός λειτουργίας, η Εμπειρία του πελάτη από το εμπορικό δίκτυο και φυσικά η διατήρηση των Οικονομικών επιδόσεων.
Σχετικά με το σχεδιασμό της πορείας του Ομίλου για την επόμενη διετία, η διοίκηση του ΟΤΕ εμφανίζεται έντονα προβληματισμένη και θεωρεί την αναχρηματοδότηση του δανεισμού της εταιρείας ως την πρώτη και κύρια πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει και στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείεται να εξεταστεί ακόμα και η πώληση θυγατρικών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Την εκδοχή αυτή δεν απέκλεισε σήμερα ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ Μ. Τσαμάζ απαντώντας σε σχετικό ερώτημα και αφού προηγουμένως με την ίδια λογική είχε χαρακτηρίσει αναγκαία την πώληση της εταιρείας που διαχειρίζεται τον δορυφόρο Hellas Sat.
Μια τέτοια κίνηση βεβαίως, να πουληθεί π.χ. η κινητή τηλεφωνία στην Αλβανία ή τη Βουλγαρία, θα εξεταστεί μόνον στην περίπτωση που εξαντληθεί κάθε άλλη δυνατότητα και ταυτόχρονα δεν βελτιωθεί η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος της χώρας.
Ο ΟΤΕ μέχρι το 2014 οφείλει να αποπληρώσει συνολικά δάνεια ύψους 3,4 δις. ευρώ. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, το 2012 λήγει κοινοπρακτικό δάνειο ύψους 762 εκατ. ευρώ, το 2013 ομολογιακό 1,244 δις. ευρώ και κοινοπρακτικό 894 εκατ. ευρώ (σύνολο 2,138 δις. ευρώ) και το 2014 ομολογιακό 497 εκατ. ευρώ.
Η διοίκηση του ΟΤΕ στη συνέντευξη Τύπου επιβεβαίωσε πως εξετάζει τη μεταφορά μέρους του προσωπικού της ΟΤΕ ΑΕ σε θυγατρικές του ομίλου προκειμένου να μειώσει το κόστος λειτουργίας της μητρικής και στη συνέχεια με το νέο κοστολογικό έλεγχο που θα κάνει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤΤ) να καταφέρει να βελτιώσει τα τιμολόγια λιανικής. Το θέμα αυτό θα συζητηθεί με την ΟΜΕ ΟΤΕ εντός του επομένου διμήνου και η απόφαση είναι να τεθεί σε εφαρμογή εντός του έτους.
Αναφορικά με τη συγχώνευση OTE – Cosmote ο κ. Τσαμάζ είπε πως χρειάζεται προηγουμένως να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις κάτι που εκτιμάται ότι θα γίνει όχι νωρίτερα από τρία χρόνια. Σύμφωνα με τον κ.Τσαμάζ οι προυποθέσεις αυτές είναι α) Η αλλαγή της εργασιακής κουλτούρας στον ΟΤΕ και β) Η αλλαγή της πολιτικής του ρυθμιστή.
Σχετικά με τις σχέσεις του ΟΤΕ με την ΕΕΤΤ και το κατά πόσο η πολιτική ρύθμισης ευνοεί του εναλλακτικούς , ο κ.Τσαμάζ είπε ότι “δεν είμαστε αντίθετοι στη ρύθμιση, αρκεί να μη λειτουργεί ανασταλτικά προς τις επενδύσεις”, ενώ σε μια αποστροφή του λόγου του δεν δίστασε να πει ότι “ο πιο σοβαρός ανταγωνιστής του ΟΤΕ είναι ο ρυθμιστής”.
Γενικά για την αγορά των τηλεπικοινωνιών η εκτίμηση της διοίκησης του ΟΤΕ είναι πως έχει σημειώσει πτώση της τάξεως του 30% το 2011, ενώ οι επισφάλειες της κινητής από 2% επί του συνολικού τζίρου το 2009 (ή 77 εκατ. ευρώ) το 2011 έχουν εκτιναχθεί στο 3,7% (ή στα 120 εκατ. ευρώ).
Σχετικά με το μισθολογικό κόστος, ο κ.Τσαμάζ, αν και υποστήριξε για μια ακόμη φορά την επιτυχία της ΕΣΣΕ με τους εργαζομένους, δεν παρέλειψε να τονίσει ότι καταλαμβάνει δυσανάλογα υψηλό ποσοστό σε σχέση με τα έξοδα του Οργανισμού. Δεδομένου ότι η διεθνής πρακτική είναι, το κόστος μισθοδοσίας να μην υπερβαίνει το 23% των συνολικών εξόδων, ένα κόστος μισθοδοσίας της τάξεως των 400ων εκατομμυρίων θα ήταν λογικό.
Παραμένοντας στο ίδιο θέμα, επανέλαβε τις προτάσεις του για περαιτέρω μείωση του κόστους μισθοδοσίας, όπως το τη δυνατότητας αυτασφάλιστης εργαζομένων στο ΤΑΠ-ΟΤΕ, καθώς και για νομοθετική ρύθμιση, ώστε να μην θεωρούνται bonus -που υπάγονται σε υψηλή φορολόγηση- οι οικειοθελείς αμοιβές των εργαζομένων που θα λάβουν, σε τυχόν πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου.